Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

φαρμακτός

См. также в других словарях:

  • φαρμακτός — ή, όν, Α [φαρμάσσω] 1. αυτός που περιέχει δηλητήριο, δηλητηριώδης 2. αυτός που έχει δηλητηριαστεί, δηλητηριασμένος …   Dictionary of Greek

  • φαρμακτά — φαρμακτός poisoned neut nom/voc/acc pl φαρμακτά̱ , φαρμακτός poisoned fem nom/voc/acc dual φαρμακτά̱ , φαρμακτός poisoned fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρμακτόν — φαρμακτός poisoned masc acc sg φαρμακτός poisoned neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρμακταῖς — φαρμακτός poisoned fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρμακτοῖο — φαρμακτός poisoned masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφάρμακτος — ἀφάρμακτος, ον (Α) [φαρμακτός] αυτός που δεν περιέχει δηλητήριο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»