Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

φαρικόν

См. также в других словарях:

  • φαρικόν — poison neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρικόν — και φαριακόν, τὸ, Α (ενν. φάρμακον) είδος άγνωστου δηλητηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθανότατα για παρ. σε ικόν τοπωνυμίου ή ανθρωπωνυμίου] …   Dictionary of Greek

  • φαρικοῦ — φαρικόν poison neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαριακόν — τὸ, Α βλ. φαρικόν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»