-
1 φαραγγωθείσαν
-
2 φαραγγωθεῖσαν
См. также в других словарях:
φαραγγωθεῖσαν — φαραγγόω convert into gullies aor part pass fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 φαραγγωθείσαν
2 φαραγγωθεῖσαν
φαραγγωθεῖσαν — φαραγγόω convert into gullies aor part pass fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)