-
1 φανυλός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φανυλός
-
2 φάγιλος
φάγῐλος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φάγιλος
См. также в других словарях:
φανυλός — ὁ, Α βλ. φάγιλος … Dictionary of Greek
1 φανυλός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φανυλός
2 φάγιλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φάγιλος
φανυλός — ὁ, Α βλ. φάγιλος … Dictionary of Greek