-
1 φανταστής
A one who makes a parade, boaster, Polem.Phgn. 27 codd. [suff] φαντᾰς-τικός, ή, όν, able to produce the appearance of something, Pl.Sph. 266d, 268c: ἡ -κή (sc. τέχνη), the art of producing appearances, opp. εἰκαστική, ib. 236c;φ. ἐπιβολὴ τῆς διανοίας Epicur. Sent.24
, cf. Ep. 1p.13U., Phld.Sign.Fr. 1 (pl.):τὸ φ. Arist.de An. 432a31
, Plot.4.3.29: the imaginative faculty, faculty of being deluded by images, Chrysipp.Stoic.2.22. Adv. -κῶς, by means of mental images, Epicur.Nat.28.7;τυποῦσθαι M.Ant.3.16
, S.E.M.7.373, cf. Jul.Or.5.164c, Syrian. in Metaph. 115.37, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φανταστής
-
2 φαντασιόω
II mostly in [voice] Med., have or form images or presentations, Aristocl. ap. Eus.PE14.21, S.E.M.8.406; subject to hallucinations,Ruf.
Fr.79; ἔμψυχον φαντασιούμενον having the faculty of presentation, opp. ἀφαντασίωτον, Plu.2.960d;τὸ φαντασιούμενον τῆς ψυχῆς Gal.4.445
;φ. ἡ διάνοια διὰ τῶν αἰσθήσεων S.E.P. 2.72
, cf. Stoic.2.22, al.2 c. acc. rei,φαντασιωθείς δαιμόνιόν τι Plu.2.236d
, cf. Ph.1.55, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαντασιόω
См. также в других словарях:
φαντασία, η — και φαντασ(ι)ά, η και φανταξ(ι)ά, η 1. η δύναμη με την οποία μία έννοια γίνεται φανερή, παρασταίνεται στο νου. 2. η ψυχική ικανότητα για αναπαράσταση πραγμάτων ή γεγονότων με το νου, η αναπόληση: Με τη φαντασία μου ζω τα παιδικά μου χρόνια. 3. η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)