-
61 μορφωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μορφωτικός
-
62 ἀφάνταστος
ἀφάντ-αστος, ον,A withoutφαντασία, φύσις Stoic.2.304
,al.: c. gen.,ψυχὴ ἀ. τοῦ ὄντος Ph.1.230
. Adv. -τως, κινεῖσθαι, opp. ὁρμῇ καὶ φαντασίᾳ χρῆσθαι, Id.1.641, cf. Porph.Gaur.7.3.2 without dreams, Gal.16.221,525.II not sensibly presented, εἶδος, of pure form, Syrian.in Metaph.92.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀφάνταστος
-
63 phantasia
phantasia, ae, f. (φαντασία) der Gedanke, Einfall, Sen. suas. 2, 14: als Schimpfwort, phantasia, non homo, nur ein Gedanke von einem Menschen, Petron. 38, 15. – Amm. 14, 11, 18 jetzt Gardthausen griechisch.
-
64 visum
vīsum, ī, n. (video), das Gesehene, die Erscheinung, das Bild, I) im allg.: turpia visa, Prop. 2, 6, 28. – II) insbes.: A) die Erscheinung im Traume, das Traumgesicht, Traumbild, visa somniorum, Cic.: nocturna, Nachtgesichte, Amm.: perterritus visis, Cic. – B) (als Übersetzung des griech. φαντασία der Stoiker) die durch Sinneneindrücke von außen entstandene Vorstellung, die Phantasie, das Gebilde der Phantasie, Cic. Acad. 1, 40 u.a.
-
65 πολυ-θρύλλητος
πολυ-θρύλλητος, od. richtiger πολυϑρύλητος, viel besprochen, sehr gefeiert, berühmt; Plat. Phaed. 100 b Rep. VIII, 566 b; ἡ πολυϑρύλητος ἀρετή, Luc. Icarom. 30 u. öfter; φαντασία, Ruf. 37 (V, 27).
-
66 φάντασις
-
67 κατα-ληπτικός
κατα-ληπτικός, ή, όν, zum Erfassen, Auffassen, Begreifen geschickt; φαντασία Luc. Conv. 23, wie Plut. plac. philos. 4, 8; M. Ant. 4, 22; S. Emp. pyrrh. 1, 68; κριτήριον κ. 2, 63; auch καταληπτικοί, adv. eth. 75; κατ. τοῦ ϑορυβητικοῦ Ar. Equ. 1380 erkl. Schol. προκαταλαμβανόμενος τοὺς ἀκούοντας, ὥςτε ϑόρυβον μὴ κινῆσαι.
-
68 κατ-οπτρικός
κατ-οπτρικός, ή, όν, zum Spiegel gehörig; φαντασία, Spiegelbild oder Erscheinung, Plut. plac. phil. 3, 1, wie ἔμφασις ib. 4, 14, öfter; – ἡ κατοπτρική, sc. ἐπιστήμη, die Lehre von den im Spiegel zurückgeworfenen Strahlen, Katoptrik. – Adv. κατοπτρικῶς, Plut. plac. phil. 2, 24.
-
69 δια-τυπόω
δια-τυπόω, ausbilden, gestalten, VLL. διατίϑεσϑαι, διαπλάττεσϑαι; D. Sic. 4, 11; νόμους, festsetzen, Luc. Iud. voc. 5. Uebertr., in Gedanken gestalten, sich vorstellen, τί, Luc. Alex. 4; τῇ φαντασίᾳ, Liban., im Sinne haben, Hdn. 4, 3, 16.
-
70 εναπομασσω
атт. ἐναπομάττω напечатлевать, отпечатывать(ἐναπομάξαι τι, σφραγῖδες ἐναπομάττονται τοῖς κηροῖς Plut.)
; перен. запечатлевать(φαντασία ἐναπομεμαγμένη Sext.)
-
71 εναποσφραγιζω
-
72 καταληπτικος
31) останавливающий, прекращающийκ. τοῦ θορυβητικοῦ Arph. — умеющий унимать шум
2) схватывающий, восприимчивый(φαντασία Plut., Luc., Sext.)
-
73 κατοπτρικος
-
74 πληκτικος
31) готовый наносить удары, драчливый(γυνή, σκόρπιος Arst.)
2) совершаемый с помощью ударов (острогой)θήρα πληκτική Plat. — ловля рыб острогой
3) побудительный(δύναμις Plut.)
4) резкий, сильный(ἀρώματα Sext.)
5) яркий, отчетливый(φαντασία Sext.)
6) возбуждающий, пьянящий(π. καὴ μανικός, sc. οἶνος Plut.)
-
75 больной
больи||ой1. прил ἀσθενής, ἄρρωστος, > πάσχων2. прил перен ἄρρωστος, ἀρρωστημένος:\больнойо́е воображение ἡ ἀρρωστη φαντασία; \больной вопрос τό φλεγον ζήτημα;3. м ὁ ἀσθενής, ὁ ἄρρωστος:прием \больнойых ἡ ἐξέταση ἀσθενῶν; тяжелый \больной ὁ βαρειά ἀσθενής, ὁ σοβαρά ἀρρωστος; ◊ с \больной головы на здоровую погов. ρίχνω τήν εὐθύνη σέ ἄλλον, τά φορτώνω σέ ἀλλον. -
76 вымысел
вымыселм ἡ ἐπινόηση, τό μύθευμα, τό πλάσμα τῆς φαντασίας/ τό ψέμα, ἡ ψευτιά (ложь):поэтический \вымысел ἡ ποιητική φαντασία. -
77 живой
жив||ойприл1. ζωντανός:\живойое существо́ τό ζωντανό πλάσμα· \живой пример τό ζωντανό παράδειγμα· жив и здоров σῶος καί ὑγιής·2. (полный жизни, подвижный) ζωηρός:\живой ребенок (ум) τό ζωηρό παιδάκι (πνεῦμα)· \живойые глаза τά ζωηρά μάτια· \живойо́е воспоминание (воображение) ἡ ζωηρή ἀνάμνηση (φαντασία)· принимать \живойо́е участие в чем-л. παίρνω δραστήριο μέρος σέ κάτι· ◊ \живой язык ἡ ζωντανή γλώσσα· \живойые цвети τά φυσικά ἄνθη· \живойые краски ζωηρά χρώματα· задеть кого́-л. за \живойо́е πειράζω πολύ, συγκινώ βαθειἄ на \живойу́ю ийтку τό τρύπωμα· остаться в \живойых μένω ζωντανός, ἐπιζῶ· ни жив ни мертв разг μέ τήν ψυχή στό στόμα· \живойо́го места нет δέν ἔμεινε оСте ἕνα γερό μέρος στό κορμί μου· ни (одной) \живой души ὁὔτε φυχή. -
78 убогий
убо́||гий1. прил прям., перен φτωχός, ἀθλιος, μίζερος, πενιχρός:\убогийгое жилище ἡ ἀθλια κατοικία· \убогийгое воображение ἡ φτωχή φαντασία·2. прил (увечный) σακάτικος, μισερός·3. м (калека) ὁ σακάτης. -
79 άρρωστος
η, ο [ος, ον ] 1.1) прям., перен. больной;σοβαρά άρρωστος — тяжело больной;
άρρωστη φαντασία — больное воображение;
από τί είναι άρρωστ; — чем он болен?;
2) с испорченным настроением; морально подавленный;2. (ο) больной; пациент -
80 δημιουργώ
(ε) μετ.1) создавать, творить; 2) быть зачинщиком (беспорядков); вызывать, причинять (зло);§ δημιουργώ ζήτημα — поднимать шум;
μας δημιούργησε ζητήματα он нам доставил много хлопот;δημιουργώ με τη φαντασία μου — выдумывать, сочинять
См. также в других словарях:
φαντασία, η — και φαντασ(ι)ά, η και φανταξ(ι)ά, η 1. η δύναμη με την οποία μία έννοια γίνεται φανερή, παρασταίνεται στο νου. 2. η ψυχική ικανότητα για αναπαράσταση πραγμάτων ή γεγονότων με το νου, η αναπόληση: Με τη φαντασία μου ζω τα παιδικά μου χρόνια. 3. η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαντασία — φαντασίᾱ , φαντασία appearing fem nom/voc/acc dual φαντασίᾱ , φαντασία appearing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαντασία — Φαντασίᾱ , Φαντασία appearing fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαντασίᾳ — Φαντασίᾱͅ , Φαντασία appearing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαντασία — Με την πλατιά έννοια, μπορεί να ονομαστεί η παραγωγή εικόνων, συνειδητών δηλαδή νοητικών παραστάσεων, που έχουν κάποιον βαθμό ομοιότητας με αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου ή κάποια αναφορά σε αυτά. Ο βαθμός συνάφειας του υποκειμενικού ψυχικού… … Dictionary of Greek
φαντασίᾳ — φαντασίαι , φαντασία appearing fem nom/voc pl φαντασίᾱͅ , φαντασία appearing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαντασία καταληπτική — (phantasia kataleptike) (греч.) постигающее представление (стоики). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
επιστημονική φαντασία — Αφηγηματικό είδος (διηγήματα, μυθιστορήματα, ποιήματα, ύλη ειδικών περιοδικών, ταινίες, βιντεοπαιχνίδια) που αντανακλά τις φανταστικές ή αληθοφανείς θεωρίες οι οποίες στηρίζονται σε έναν ορισμένο τύπο επιστημονικών προφητειών και έχουν ως… … Dictionary of Greek
Φαντασίας — Φαντασίᾱς , Φαντασία appearing fem acc pl Φαντασίᾱς , Φαντασία appearing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαντασίας — φαντασίᾱς , φαντασία appearing fem acc pl φαντασίᾱς , φαντασία appearing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαντασίαι — φαντασία appearing fem nom/voc pl φαντασίᾱͅ , φαντασία appearing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)