-
21 φαντασία
1) fiction2) imaginationΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > φαντασία
-
22 ὀνειρο-φαντασία
ὀνειρο-φαντασία, ἡ, Traumerscheinung, Artemid. 4, 63.
-
23 Φαντασίας
Φαντασίᾱς, Φαντασίαappearing: fem acc plΦαντασίᾱς, Φαντασίαappearing: fem gen sg (attic doric aeolic) -
24 φαντασίας
φαντασίᾱς, φαντασίαappearing: fem acc plφαντασίᾱς, φαντασίαappearing: fem gen sg (attic doric aeolic) -
25 φαντασίαι
φαντασίαappearing: fem nom /voc plφαντασίᾱͅ, φαντασίαappearing: fem dat sg (attic doric aeolic) -
26 Φαντασίαι
Φαντασίᾱͅ, Φαντασίαappearing: fem dat sg (attic doric aeolic) -
27 φαντασίαν
φαντασίᾱν, φαντασίαappearing: fem acc sg (attic doric aeolic) -
28 φαντασίη
φαντασίαappearing: fem nom /voc sg (epic ionic)——————φαντασίαappearing: fem dat sg (epic ionic) -
29 Φαντασίαις
Φαντασίαappearing: fem dat pl -
30 Φαντασίης
Φαντασίαappearing: fem gen sg (epic ionic) -
31 φαντασίαις
φαντασίαappearing: fem dat pl -
32 φαντασίην
φαντασίαappearing: fem acc sg (epic ionic) -
33 φαντασίης
φαντασίαappearing: fem gen sg (epic ionic) -
34 μορφωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μορφωτικός
-
35 ἀφάνταστος
ἀφάντ-αστος, ον,A withoutφαντασία, φύσις Stoic.2.304
,al.: c. gen.,ψυχὴ ἀ. τοῦ ὄντος Ph.1.230
. Adv. -τως, κινεῖσθαι, opp. ὁρμῇ καὶ φαντασίᾳ χρῆσθαι, Id.1.641, cf. Porph.Gaur.7.3.2 without dreams, Gal.16.221,525.II not sensibly presented, εἶδος, of pure form, Syrian.in Metaph.92.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀφάνταστος
-
36 πολυ-θρύλλητος
πολυ-θρύλλητος, od. richtiger πολυϑρύλητος, viel besprochen, sehr gefeiert, berühmt; Plat. Phaed. 100 b Rep. VIII, 566 b; ἡ πολυϑρύλητος ἀρετή, Luc. Icarom. 30 u. öfter; φαντασία, Ruf. 37 (V, 27).
-
37 φάντασις
-
38 κατα-ληπτικός
κατα-ληπτικός, ή, όν, zum Erfassen, Auffassen, Begreifen geschickt; φαντασία Luc. Conv. 23, wie Plut. plac. philos. 4, 8; M. Ant. 4, 22; S. Emp. pyrrh. 1, 68; κριτήριον κ. 2, 63; auch καταληπτικοί, adv. eth. 75; κατ. τοῦ ϑορυβητικοῦ Ar. Equ. 1380 erkl. Schol. προκαταλαμβανόμενος τοὺς ἀκούοντας, ὥςτε ϑόρυβον μὴ κινῆσαι.
-
39 κατ-οπτρικός
κατ-οπτρικός, ή, όν, zum Spiegel gehörig; φαντασία, Spiegelbild oder Erscheinung, Plut. plac. phil. 3, 1, wie ἔμφασις ib. 4, 14, öfter; – ἡ κατοπτρική, sc. ἐπιστήμη, die Lehre von den im Spiegel zurückgeworfenen Strahlen, Katoptrik. – Adv. κατοπτρικῶς, Plut. plac. phil. 2, 24.
-
40 δια-τυπόω
δια-τυπόω, ausbilden, gestalten, VLL. διατίϑεσϑαι, διαπλάττεσϑαι; D. Sic. 4, 11; νόμους, festsetzen, Luc. Iud. voc. 5. Uebertr., in Gedanken gestalten, sich vorstellen, τί, Luc. Alex. 4; τῇ φαντασίᾳ, Liban., im Sinne haben, Hdn. 4, 3, 16.
См. также в других словарях:
φαντασία, η — και φαντασ(ι)ά, η και φανταξ(ι)ά, η 1. η δύναμη με την οποία μία έννοια γίνεται φανερή, παρασταίνεται στο νου. 2. η ψυχική ικανότητα για αναπαράσταση πραγμάτων ή γεγονότων με το νου, η αναπόληση: Με τη φαντασία μου ζω τα παιδικά μου χρόνια. 3. η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαντασία — φαντασίᾱ , φαντασία appearing fem nom/voc/acc dual φαντασίᾱ , φαντασία appearing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαντασία — Φαντασίᾱ , Φαντασία appearing fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαντασίᾳ — Φαντασίᾱͅ , Φαντασία appearing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαντασία — Με την πλατιά έννοια, μπορεί να ονομαστεί η παραγωγή εικόνων, συνειδητών δηλαδή νοητικών παραστάσεων, που έχουν κάποιον βαθμό ομοιότητας με αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου ή κάποια αναφορά σε αυτά. Ο βαθμός συνάφειας του υποκειμενικού ψυχικού… … Dictionary of Greek
φαντασίᾳ — φαντασίαι , φαντασία appearing fem nom/voc pl φαντασίᾱͅ , φαντασία appearing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαντασία καταληπτική — (phantasia kataleptike) (греч.) постигающее представление (стоики). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
επιστημονική φαντασία — Αφηγηματικό είδος (διηγήματα, μυθιστορήματα, ποιήματα, ύλη ειδικών περιοδικών, ταινίες, βιντεοπαιχνίδια) που αντανακλά τις φανταστικές ή αληθοφανείς θεωρίες οι οποίες στηρίζονται σε έναν ορισμένο τύπο επιστημονικών προφητειών και έχουν ως… … Dictionary of Greek
Φαντασίας — Φαντασίᾱς , Φαντασία appearing fem acc pl Φαντασίᾱς , Φαντασία appearing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαντασίας — φαντασίᾱς , φαντασία appearing fem acc pl φαντασίᾱς , φαντασία appearing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαντασίαι — φαντασία appearing fem nom/voc pl φαντασίᾱͅ , φαντασία appearing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)