-
1 φανερομισος
-
2 φανερόμισος
φανερόμῑσος, φανερόμισοςopenly hating: masc /fem nom sg -
3 φανερόμῑσος
φανερό-μῑσος, offen im Hasse, in der Feindschaft -
4 φανερό-φιλος
φανερό-φιλος, offen in der Liebe, Freundschaft, ein offener, unverhohlener Freund, Ggstz von φανερόμισος, Arist. eth. Nicom. 4, 3.
См. также в других словарях:
φανερόμισος — φανερόμῑσος , φανερόμισος openly hating masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… … Dictionary of Greek
φανερομισής — ές,και φανερόμισος, ον, Α αυτός τού οποίου το μίσος για κάποιον ή για κάτι είναι έκδηλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φανερός + μισής / μισος (< μῖσος), πρβλ. θεο μισής] … Dictionary of Greek