-
1 φαναράκι
-
2 φαναράκι
lanterne -
3 φαναράκι
latarnia (f) rzecz. -
4 φαναράκι
1) lucerna2) svítilna -
5 φαναράκι
lanternΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > φαναράκι
-
6 lanterne
φαναράκι -
7 lucerna
φαναράκι -
8 svítilna
φαναράκι -
9 latarnia
φαναράκι -
10 фонарик
фонар||икм τό φαναράκι, ὁ φακός:карманный \фонарик φαναράκι τής τσέπης· китайский \фонарик τό χάρτινο φαναράκι. -
11 lantern
['læntən](a case for holding or carrying a light.) φαναράκι -
12 фонарик
-а α.φαναράκι. -
13 lantern
1) φαναράκι2) φανάρι3) φανός
См. также в других словарях:
φαναράκι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καστρακίου. * * * το, Ν [φανάρι] 1. υποκορ. μικρός φανός·2. κοινή ονομασία φυτού … Dictionary of Greek
πάνιον — Αρχαία πόλη της Θράκης στην Προποντίδα, στα νότια της Ραιδεστού. Από την πόλη αυτή καταγόταν ο ιστορικός Πρίσκος, που είναι γνωστός και ως Π. ο Πανίτης ή Πανιεύς. Η πόλη αναφέρεται κυρίως στα χρόνια των βασιλιάδων Ευμένη B’ και Αττάλου A’. Στα… … Dictionary of Greek
πανίον — Αρχαία πόλη της Θράκης στην Προποντίδα, στα νότια της Ραιδεστού. Από την πόλη αυτή καταγόταν ο ιστορικός Πρίσκος, που είναι γνωστός και ως Π. ο Πανίτης ή Πανιεύς. Η πόλη αναφέρεται κυρίως στα χρόνια των βασιλιάδων Ευμένη B’ και Αττάλου A’. Στα… … Dictionary of Greek
Γρηγόριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Νεοκαισαρείας (Νεοκαισάρεια 213; – 270). Η γνωριμία του με τον χριστιανισμό άρχισε μετά τον θάνατο του πλούσιου και ειδωλολάτρη πατέρα του, ο οποίος του έδωσε επιμελημένη αγωγή. Σε ηλικία… … Dictionary of Greek