Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

φαλαγγαρχία

См. также в других словарях:

  • φαλαγγαρχία — φαλαγγαρχίᾱ , φαλαγγαρχία corps of 4096 fem nom/voc/acc dual φαλαγγαρχίᾱ , φαλαγγαρχία corps of 4096 fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλαγγαρχία — η, ΝΜΑ [φαλαγγάρχης] νεοελλ. μσν. η αρχή, το αξίωμα τού φαλαγγάρχη αρχ. 1. στρατιωτικό σώμα από 4.096 άνδρες, στρατηγία 2. ομάδα από 64 ελέφαντες …   Dictionary of Greek

  • φαλαγγαρχία η — το αξίωμα του φαλαγγάρχη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαλαγγαρχίας — φαλαγγαρχίᾱς , φαλαγγαρχία corps of 4096 fem acc pl φαλαγγαρχίᾱς , φαλαγγαρχία corps of 4096 fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλαγγαρχίαι — φαλαγγαρχίᾱͅ , φαλαγγαρχία corps of 4096 fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλαγγαρχίαν — φαλαγγαρχίᾱν , φαλαγγαρχία corps of 4096 fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατηγία — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. στρατηγίη Α [στρατηγός] 1. το αξίωμα ή το έργο τού στρατηγού 2. η χρονική περίοδος κατά την οποία διατελεί κανείς στρατηγός, έχει την αρχηγία τού στρατού αρχ. 1. στρατηγική ικανότητα, στρατηγική δεινότητα («λέξον ἡμῑν πόθεν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»