-
1 φαινόλη
φαινόληpaenula: fem dat sg (attic epic ionic)φαινόληςpaenula: masc dat sg (attic epic ionic)φαινόληι, φαινόλιςlight-bringing: fem dat sg (epic) -
2 φαινόλῃ
φαινόληpaenula: fem dat sg (attic epic ionic)φαινόληςpaenula: masc dat sg (attic epic ionic)φαινόληι, φαινόλιςlight-bringing: fem dat sg (epic) -
3 φαινόλη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαινόλη
-
4 φαινόλη
η хим. фенол -
5 φαινόλη
phénol -
6 φαινόληι
φαινόλῃ, φαινόληpaenula: fem dat sg (attic epic ionic)φαινόλῃ, φαινόληςpaenula: masc dat sg (attic epic ionic)φαινόλιςlight-bringing: fem dat sg (epic) -
7 φαινόλαις
φαινόληpaenula: fem dat plφαινόληςpaenula: masc dat pl -
8 φαινόλην
φαινόληpaenula: fem acc sg (attic epic ionic)φαινόληςpaenula: masc acc sg (attic epic ionic) -
9 φαινόλης
φαινόληpaenula: fem gen sg (attic epic ionic)φαινόληςpaenula: masc nom sgφαινόλιςlight-bringing: fem nom /voc pl (doric aeolic) -
10 φαινόλα
φαινόλᾱ, φαινόληpaenula: fem nom /voc /acc dualφαινόλᾱ, φαινόληpaenula: fem nom /voc sg (doric aeolic)φαινόλᾱ, φαινόληςpaenula: masc nom /voc /acc dualφαινόληςpaenula: masc voc sgφαινόλᾱ, φαινόληςpaenula: masc gen sg (doric aeolic)φαινόληςpaenula: masc nom sg (epic) -
11 φαινόλας
φαινόλᾱς, φαινόληpaenula: fem acc plφαινόλᾱς, φαινόληpaenula: fem gen sg (doric aeolic)φαινόλᾱς, φαινόληςpaenula: masc acc plφαινόλᾱς, φαινόληςpaenula: masc nom sg (epic doric aeolic) -
12 φαινέλαιο(ν)
το см. φαινόλη -
13 φαινέλαιο(ν)
το см. φαινόλη -
14 φαινόλαι
φαινόλᾱͅ, φαινόληpaenula: fem dat sg (doric aeolic)φαινόληςpaenula: masc nom /voc plφαινόλᾱͅ, φαινόληςpaenula: masc dat sg (doric aeolic) -
15 φαινόλαν
φαινόλᾱν, φαινόληpaenula: fem acc sg (doric aeolic)φαινόλᾱν, φαινόληςpaenula: masc acc sg (epic doric aeolic)φαινόληςpaenula: masc acc sg -
16 συναποδύομαι
A strip off from oneself or put off together,τὸ Αἰθίοπες εἶναι Philostr.
V A6.11; τῇ φαινόλῃ τὸ νουνεχές Men.Prot.p.1 D.: abs., συναποδύεσθαί [ τινι] εἰς ἀγῶνα strip oneself for a contest along with another, Plu.2.94c, cf.Ath.1.15c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναποδύομαι
См. также в других словарях:
φαινόλῃ — φαινόλη paenula fem dat sg (attic epic ionic) φαινόλης paenula masc dat sg (attic epic ionic) φαινόληι , φαινόλις light bringing fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαινόλη — (I) και δωρ. τ. φαινόλα και φαίνουλα και παίνουλα και πένουλα, ἡ, Α ο φαινόλης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. φαινόλης (ὁ), κατά τα θηλ. Οι τ. φαίνουλα, παίνουλα, πένουλα έχουν σχηματιστεί κατ επίδραση τού λατ. paenula (< φαινόλης*)]. (II) η, Ν… … Dictionary of Greek
φαινόλη — η (χημ.), αρκετά δηλητηριώδες συστατικό του βαρίου λαδιού της λιθανθρακόπισσας, που χρησιμοποιείται ως απολυμαντικό και είναι χρήσιμο στην κατασκευή διάφορων χρωστικών, πλαστικών υλών και φαρμάκων, φαινέλαιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαινόληι — φαινόλῃ , φαινόλη paenula fem dat sg (attic epic ionic) φαινόλῃ , φαινόλης paenula masc dat sg (attic epic ionic) φαινόλις light bringing fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρβακρόλη — Φαινόλη, ισομερής προς τη θυμόλη, του τύπου C10H13OH. Αποτελεί το κύριο συστατικό ορισμένων αιθέριων ελαίων, όπως το θυμέλαιο, το ριγανέλαιο κ.ά. Είναι άχρωμο, παχύρρευστο υγρό, με σημείο τήξης 0,5°C και σημείο βρασμού περίπου 240°C. Σχηματίζεται … Dictionary of Greek
φαινόλαις — φαινόλη paenula fem dat pl φαινόλης paenula masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαινόλην — φαινόλη paenula fem acc sg (attic epic ionic) φαινόλης paenula masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαινόλης — φαινόλη paenula fem gen sg (attic epic ionic) φαινόλης paenula masc nom sg φαινόλις light bringing fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαινολικός — ή, ό, Ν [φαινόλη (Ι)] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φαινόλη (Ι) 2. ονομασία τών ενώσεων που προέρχονται από την φαινόλη (Ι) … Dictionary of Greek
ασηψία — Η πλήρης απουσία παθογόνων μικροβίων και σαπροφύτων. Η α. αποτελεί αρκετά πρόσφατη κατάκτηση της ιατρικής και κυρίως της χειρουργικής. Οι πρώτες προσπάθειες ανάγονται στις αρχές του 19ου αι. και απέβλεπαν στην καταστροφή με διάφορες χημικές ή… … Dictionary of Greek
νάιλον — Η γνωστότερη και πιο διαδεδομένη συνθετική ίνα. Ανήκει στην κατηγορία των πολυαμιδικών ινών, οι οποίες ονομάζονται έτσι γιατί στη σύστασή τους μετέχουν αμιδικές ομάδες NH CO . To ν. ανακαλύφθηκε χάρη στις μελέτες του Αμερικανού χημικού Κεράδερς,… … Dictionary of Greek