-
1 φαινόμενο(ν)
τό1) явление;φυσικά φαινόμενα — явления природы;
παράξενο (συνηθισμένο) φαινόμενο(ν) — странное (обычное) явление;
φαινόμενο(ν) ευφυΐας — или εξυπνάδας (πονηρίας) — необыкновенно умный (хитрый); — на редкость умный (хитрый);
2) феномен, редкое явление;3) филос, феномен;§ τα φαινόμενα απατούν — внешность обманчива;
κατά τα φαινόμενα — видимо, по-видимому, по всей вероятности, судя по всему
-
2 φαινόμενο(ν)
τό1) явление;φυσικά φαινόμενα — явления природы;
παράξενο (συνηθισμένο) φαινόμενο(ν) — странное (обычное) явление;
φαινόμενο(ν) ευφυΐας — или εξυπνάδας (πονηρίας) — необыкновенно умный (хитрый); — на редкость умный (хитрый);
2) феномен, редкое явление;3) филос, феномен;§ τα φαινόμενα απατούν — внешность обманчива;
κατά τα φαινόμενα — видимо, по-видимому, по всей вероятности, судя по всему
-
3 φαινόμενο
[фэномэно] ουσ. о. ■ явление, необыкновенное явление, феномен,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φαινόμενο
-
4 φαινόμενο
[фэномэно] ουσ ο ■ явление, необыкновенное явление, феномен. -
5 αξιοπαρατήρητος
η, ο [ος, ον ] достойный внимания, интересный, примечательный;αξιοπαρατήρητο φαινόμενο — интересное явление
-
6 μόνιμος
η, ο [ος, ον ]1) постоянный, стабильный, прочный;μόνιμη εργασία — постоянная работа;
μόνιμο φαινόμενο — обычное явление;
μόνιμη κατάσταση — прочное положение;
μόνιμη ειρήνη — прочный мир;
2) постоянный, штатный;μόνιμη θέση — штатная должность;
μόνιμος υπάλληλος — штатный служащий;
-'αξιωματικός кадровый офицер -
7 νομοτελειακός
-
8 σταθερός
η, ό [ά, όν ]1) прочный, устойчивый; стабильный, твёрдый;σταθερός καιρός — устойчивая погода;
γιά σταθερή είρήνη — за прочный мир;
σταθερό νόμισμα — устойчивая валюта;
2) перен. твёрдый; стойкий;σταθερό βήμα — твёрдый шаг;
σταθερή θέληση — твёрдая воля;
σταθερές τιμές — стабильные, твёрдые цены;
3) последовательный (в чём-л.); приверженный (чему-л.);σταθερός στίς αρχές του — принципиальный;
είμαι σταθερός στο λόγο μου — держать своё слово, быть последовательным;
4) постоянный; неизменный;σταθερός χαρακτήρας — постоянный характер;
σταθερό φαινόμενο — постоян-
ное явление;σταθερή ποσότητα — мат, постоянная величина1;
5) перманентный;6) хим. малоактивный -
9 συχνός
См. также в других словарях:
φαινόμενο — το / φαινόμενον, ΝΜΑ καθετί που φαίνεται ή γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις, κάθε άμεσα αντιληπτό ή παρατηρούμενο αντικείμενο, γεγονός ή συμβάν, σε αντιδιαστολή με ό,τι συλλαμβάνεται με τον νου, με τη νόηση νεοελλ. 1. (με κν. σημ.) έννοια που… … Dictionary of Greek
φαινόμενο — το 1. καθετί που φαίνεται, ό,τι αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις. 2. (φυσ.), κάθε μεταβολή στον υλικό κόσμο, που την αντιλαμβανόμαστε με τα αισθητήρια ή με ειδικά όργανα: Η πυρκαγιά είναι συνηθισμένο φαινόμενο στα δάση. 3. κάθε εκδήλωση του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιδερμικό φαινόμενο — Φαινόμενο που συνίσταται στην ανομοιογενή κατανομή της πυκνότητας του εναλλασσόμενου ηλεκτρικού ρεύματος στους συμπαγείς αγωγούς. Έχει παρατηρηθεί ότι όταν ένας αγωγός διαρρέεται από υψίσυχνο εναλλασσόμενο ρεύμα, η πυκνότητα ρεύματος είναι μεγάλη … Dictionary of Greek
φωτοηλεκτρισμός ή φωτοηλεκτρικό φαινόμενο — Εκπομπή ηλεκτρονίων εκ μέρους ενός υλικού συστήματος, που δέχεται τη δράση ηλεκτρομαγνητικών ακτινοβολιών. Το φαινόμενο, που το παρατήρησε κατά την τελευταία δεκαετία του 19ου αι. ο Ρίγκι, ο οποίος το όρισε ως φωτοηλεκτρικό φαινόμενο, μελετήθηκε… … Dictionary of Greek
Ντόπλερ, φαινόμενο — Στη φυσική, είναι η μεταβολή της μετρούμενης συχνότητας μιας κυματικής διαταραχής, όταν η πηγή του κύματος και ο παρατηρητής κινούνται το ένα ως προς το άλλο. Προφανώς η συχνότητα του κύματος που αντιλαμβάνεται ο παρατηρητής δεν είναι ίδια με… … Dictionary of Greek
επίδειξης, φαινόμενο της– — Ελληνική απόδοση του οικονομικού όρου demonstration effect. Ο ίδιος όρος αποδίδεται και ως φαινόμενο μίμησηςπροβολής. Στην απόφαση για την κατανομή του εισοδήματος μεταξύ αποταμίευσης και κατανάλωσης (μεταξύ των διαφόρων τύπων καταναλωτικής… … Dictionary of Greek
θερμοηλεκτρονικό ή θερμιονικό φαινόμενο — Ιδιότητα των μετάλλων να εκπέμπουν ηλεκτρόνια σε συσχετισμό με τη θερμοκρασία τους (θα πρέπει να είναι σχετικά μεγάλη) και τη χημική τους σύσταση. Η εκπομπή των ηλεκτρονίων, που εξαρτάται από την κινητική τους ενέργεια, είναι ανάλογη προς την… … Dictionary of Greek
γεωμαγνητικό φαινόμενο — Η επίδραση του γήινου μαγνητικού πεδίου στην κοσμική ακτινοβολία. Το μαγνητικό πεδίο της Γης είναι πολύ ασθενές, της τάξης μόνο ενός γκάους, ενώ είναι εύκολη η παραγωγή πεδίων στους επιταχυντές σωματίων της τάξης αρκετών δεκάδων χιλιάδων γκάους.… … Dictionary of Greek
θερμοκηπίου, φαινόμενο — Βλ. λ. ρύπανση … Dictionary of Greek
ιονισμός (του ατόμου) — Φαινόμενο κατά το οποίο ένα άτομο, αρχικά ουδέτερο, μετατρέπεται σε ένα ιόν, που έχει ένα ή περισσότερα ηλεκτρικά φορτία, καθώς ένας αριθμός ηλεκτρονίων, που περιφέρονταν αρχικά γύρω από τον πυρήνα του, έχει διαφύγει της έλξης και κινούνται,… … Dictionary of Greek
εκφόρτιση ή εκκένωση, ηλεκτρική — Φαινόμενο στο οποίο παρουσιάζεται μείωση του ηλεκτρικού φορτίου ενός αγωγού. Η η.ε. μπορεί να λάβει διάφορες μορφές, ανάλογα με τον τύπο της χρησιμοποιούμενης συσκευής. Είναι δυνατόν να είναι το κύριο φαινόμενο ή ο βασικός σκοπός της συσκευής,… … Dictionary of Greek