-
1 φαιλόνης
φαιλόνης, ου, ὁ is to be spelled so (B-D-F §25) as against the great uncials and critical editions, which have φελόνης (PFay 347 [II A.D.]). This appears to be a Lat. loanw. (paenula; see Hahn p. 10, 8; EFraenkel, ZVS 42, 1909, 115, 1; ESchwyzer, MusHelv 3, ’46, 50–52; but s. B. below), also in rabb. in var. spellings. Its original form was φαινόλας (Rhinthon [III B.C.], Com. Graec. Fgm. 7 Kaibel [in Pollux 7, 61]) or φαινόλης (Epict. 4, 8, 34; Artem. 2, 3; 5, 29; Athen. 3, 97e; POxy 736, 4; 1737, 9; 15; PGiss 10, 21; PHamb 10, 19 [II B.C.]; Gignac I 100), also φαινόλιον (POxy 531, 14 [II A.D.]; 936, 18; 19). From these by metathesis (s. CLobeck, Pathologiae Sermonis Graeci Elementa I 1853, 514; W-S. §5, 18; B-D-F §32, 2; Mlt-H. 81; 106; 155) came φαιλόνης (which is still quotable at least in its dim. form φαιλόνιον [-ώνιον]: POxy 933, 30; PGiss 12, 4 [II A.D.]; BGU 816, 24 [III A.D.]; cp. Mod. Gk. φελόνι) cloak (POxy 531, 14 τὰ ἱμάτια τὰ λευκὰ τὰ δυνάμενα μετὰ τῶν πορφυρῶν φορεῖσθαι φαινολίων. Likew. Epict.; Athen., loc. cit. In view of these pass. the translation ‘valise’ is excluded; s. Field, Notes 217f, cited in M-M; also excluded is the interpretation in the direction of διφθέρα, the leather cover for papyrus rolls) 2 Ti 4:13 (on the subject-matter s. POxy 1489 [III A.D.] τὸ κιθώνιν [=χιτώνιον] ἐπιλέλησμαι παρὰ Τεκοῦσαν εἰς τὸν πυλῶνα. πέμψον μοι).—See B. 417, where φαινόλα is treated as the original fr. which Lat. paenula is borrowed, and not vice versa; s. also Mlt-H. 106.—Frisk. DELG s.v. φαίνω A. M-M. -
2 φαιλόνης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαιλόνης
-
3 φαιλόνης
φαιλόνηfem gen sg (attic epic ionic) -
4 φελόνης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φελόνης
-
5 φελόνης
φελόνης s. φαιλόνης.—M-M.
См. также в других словарях:
φαιλόνης — και φελόνης και φελώνης, ὁ, Α χοντρό πανωφόρι, φαινόλης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαινόλης με αντιμετάθεση τών συμφώνων κατ επίδραση τών ονομ. σε όνη, όνιον, που δηλώνουν όργανο (πρβλ. περ όνη, πρι όνιον)] … Dictionary of Greek
φαιλόνης — φαιλόνη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιλόνη — και φελόνη, ἡ, Α ο φαινόλης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαιλόνης*, με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
φαιλόνιο — το / φαιλόνιον, ΝΜΑ, και φαιλόνι και φελόνι Ν, και φελόνιον ΜΑ, και φαιλώνιον και φελώνιον και φαιλόνιν και φελόνιν και ύφελώνιον και φενώλιον και φενόλιον Μ [φαιλόνης] διακριτικό, λειτουργικό άμφιο τών πρεσβυτέρων, κωνοειδής μανδύας χωρίς… … Dictionary of Greek
φαινόλης — και δωρ. τ. φαινόλας και φαινούλης και φενόλης, ὁ, Α χοντρό πανωφόρι που φορούσαν πάνω από τον χιτώνα σε καιρό βροχής και, γενικά, κακοκαιρίας, αλλ. φαινόλη* (Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τού καθημερινού λεξιλογίου σχηματισμένη από το ρ. φαίνω με το επίθημα… … Dictionary of Greek
φελόνης — ὁ, Α βλ. φαιλόνης … Dictionary of Greek
φελώνης — ὁ, Α βλ. φαιλόνης … Dictionary of Greek