-
1 φαεσφορος
2[φάος] светоносный, светящий, сияющий(λαμπάδες Aesch.; ὄψις Eur.)
ἐν μακρᾷ φλογὴ φαεσφόρῳ Eur. — спустя много времени
См. также в других словарях:
εφοδιοφόρος — ο 1. (για μεταφορικά μέσα) αυτός που κομίζει εφόδια, που μεταφέρει εφόδια («εφοδιοφόρος άμαξα») 2. φρ. «εφοδιοφόρο όχημα» φορτηγό όχημα αμαξοστοιχίας που μεταφέρει το κάρβουνο και το νερό τής μηχανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφόδιο + φόρος (< φέρω) πρβλ … Dictionary of Greek
θυλακοφόρος — θυλακοφόρος, ον (Α) (για χωρικούς που ζουν σε ορεινά μέρη) αυτός που φέρει μαζί του σακούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύλακος + φορος (< φέρω), πρβλ. ροπαλο φόρος, φαεσ φόρος] … Dictionary of Greek
καροφόρος — καροφόρος, ὁ (Α) αυτός που φέρνει αποκάρωση, νάρκη, ο υπνωτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρος «βαθύς ύπνος» + φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. πυρφόρος, φαεσ φόρος] … Dictionary of Greek
φωσφόρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ρ. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 15, ατομικό βάρος 30,9· έχει ένα σταθερό ισότοπο και έξι ραδιενεργά, με αριθμό μάζας από 28 έως 34 και περιόδους υποδιπλασιασμού… … Dictionary of Greek