Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

φαεσ-φόρος

См. также в других словарях:

  • εφοδιοφόρος — ο 1. (για μεταφορικά μέσα) αυτός που κομίζει εφόδια, που μεταφέρει εφόδια («εφοδιοφόρος άμαξα») 2. φρ. «εφοδιοφόρο όχημα» φορτηγό όχημα αμαξοστοιχίας που μεταφέρει το κάρβουνο και το νερό τής μηχανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφόδιο + φόρος (< φέρω) πρβλ …   Dictionary of Greek

  • θυλακοφόρος — θυλακοφόρος, ον (Α) (για χωρικούς που ζουν σε ορεινά μέρη) αυτός που φέρει μαζί του σακούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύλακος + φορος (< φέρω), πρβλ. ροπαλο φόρος, φαεσ φόρος] …   Dictionary of Greek

  • καροφόρος — καροφόρος, ὁ (Α) αυτός που φέρνει αποκάρωση, νάρκη, ο υπνωτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρος «βαθύς ύπνος» + φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. πυρφόρος, φαεσ φόρος] …   Dictionary of Greek

  • φωσφόρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ρ. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 15, ατομικό βάρος 30,9· έχει ένα σταθερό ισότοπο και έξι ραδιενεργά, με αριθμό μάζας από 28 έως 34 και περιόδους υποδιπλασιασμού… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»