-
1 φαγήσια
-
2 φαγήσια
φαγήσιαan eating-festival: neut nom /voc /acc pl -
3 φαγήσια
-
4 φαγήσια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαγήσια
-
5 φαγησίων
φαγήσιαan eating-festival: neut gen pl
См. также в других словарях:
φαγήσια — an eating festival neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαγήσια — τὰ, Α (ενν. ἱερά) γιορτή που συνοδευόταν από ευωχία, από φαγοπότι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ τού αορ. β τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῖν) + κατάλ. ήσια, πληθ. ουδ. τής κατάλ. ήσιος (πρβλ. ἐτ ήσιος, ἡμερ ήσιος). Ο τ. έχει πιθ. σχηματιστεί κατ… … Dictionary of Greek
φαγησίων — φαγήσια an eating festival neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαγησιπόσια — τὰ, Α φαγοπότι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαγήσια + πόσις] … Dictionary of Greek