Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

φίνα

  • 1 φίνα

    επίρρ. очень хорошо, замечательно, превосходно, прекрасно;

    περάσαμε φίναмы прекрасно отдохнули или, повеселились;

    φίνα καί ωραία — изумительно, великолепно

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φίνα

  • 2 φίνα

    çok güzel

    Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό > φίνα

  • 3 масло

    масл||о
    с
    1. (растительное, минеральное) τό λάδι, τό ἔλαιον:
    оливковое \масло τό ληόλαδο, τό ἐλαιόλαδο· подсолнечное \масло τό σπορέλαιο[ν]· пальмовое \масло τό φοινι-κόλαδο, τό φοινικέλαιον миндальное \масло τό ἀμυγδαλόλαδο, τό ἀμυγδέλαιο[ν]· ореховое \масло τό καρυδέλαιο[ν]· розовое \масло τό ροδέλαιο[ν]· машинное \масло τό λαδί τής μηχανής, τό μηχανέλαιο, τό γράσο· эфирные \маслоа αἰθέρια ἐλαία·
    2. (коровье) τό βούτυρο[ν]:
    сливочное \масло τό φρέσκο βούτυρο· сбивать \масло κτυπώ (или δέρνω) τό γάλα· топленое \масло τό λυωμένο (или тб μαγειρικό) βούτυρο·
    3. жив. τό λάδι:
    писать \маслоом ἐλαιογραφώ, ζωγραφίζω μέ λάδι· картина, написанная \маслоом ἡ ἐλαιογραφία (или ὁ πίνακας) ζωγραφισμένος μέ λάδι, τό λάδι· ◊ подливать \маслоλ в огонь разг χύνω λάδι στή φωτιά· кататься как сыр в \маслое разг περνώ ζωή καί κότα, περνώ κοτσάνι· все идет как по \маслоу разг ἡ δουλειά πάει καλά, ἡ δουλειά πάει φίνα.

    Русско-новогреческий словарь > масло

  • 4 Απρίλιος

    – Αν βρέξει ο Απρίλης δυο νερά κι ο Μάης άλλο ένα, χαρά σ' εκείνο το γεωργό που' χει πολλά σπαρμένα
    – Αν βρέξει ο Απρίλης δώδεκα κι ο Μάης μια και φίνα, αξίζει τ' αλαφόπουλο μ' όλη την αλαφίνα
    Απρίλης με λουλούδια και Μάης με τα ρόδα
    Απρίλης με τα λουλούδια και τα τρανά τα ψέματα
    – Η βροχή τ' Απριλομάρτη μόνο τους ψαράδες βλάπτει
    – Ο Απρίλης και ο Μάης πάντοτε κοντά στο θέρος
    Ελληνικές παροιμίες - οιωνοί – Греческие пословицы - приметы
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Απρίλιος

  • 5 разлюли

    разлюли:
    разлюли малина (απλ.) πολύ καλά, έξοχα, θαύμα, φίνα, μια χαρά.

    Большой русско-греческий словарь > разлюли

См. также в других словарях:

  • φίνα — (I) Ν επίρρ. βλ. φίνος. (II) ἡ, Μ καθεμιά από τις δύο σειρές σκοπών που τοποθετούσαν γύρω από την βασιλική κοόρτη στα στρατόπεδα τών Βυζαντινών. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σχετίζεται πιθ. με το λατ. finis, is «όριο, όρος» (πρβλ. και τον λατ. τ. finalis… …   Dictionary of Greek

  • φίνος — α, ο, Ν 1. (για πράγμ.) α) ο επεξεργασμένος με λεπτότητα και τέχνη («φίνο ύφασμα») β) Ο εξαιρετικής ποιότητας («φίνο άρωμα») 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει λεπτούς τρόπους, αβρός, ευγενικός. επίρρ... φίνα Ν πάρα πολύ καλά, έξοχα, περίφημα… …   Dictionary of Greek

  • Βενεζουέλα — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Στα Β βρέχεται από την Καραϊβική θάλασσα και από τον Ατλαντικό ωκεανό, Δ συνορεύει με την Κολομβία, Ν με τη Βραζιλία και Α με τη Γουιάνα.Η Β. έχει καλά καθορισμένα σύνορα. Μόνο τα σύνορα με τη Γουιάνα αμφισβητούνται από …   Dictionary of Greek

  • Γκιρλαντάιο, Ντομένικο Μπιγκόρντι — (Domenico Bigordi Ghirlandaio, Φλωρεντία 1449 – 1494). Ιταλός ζωγράφος. Υπήρξε μαθητής του Μπαλντοβινέτι. Απαθανάτισε τα πρόσωπα και τη ζωή της Φλωρεντίας του καιρού του. Η τέχνη του, προχωρημένη πέρα από τον αναπαραστατικό προβληματισμό των… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»