-
101 φιλ-αγρέτις
φιλ-αγρέτις, ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, die Jagdfreundinn, Ἄρτεμις Paul. Sil. 72 (IX, 396).
-
102 φιλ-αγρέτης
φιλ-αγρέτης, ὁ, der Jagdliebende, Jagdfreund?
-
103 φιλ-αγρέω
-
104 φιλ-ακρῑβέω
φιλ-ακρῑβέω, Genauigkeit, Sorgfalt lieben, Hesych.
-
105 φιλ-αγωνιστικός
φιλ-αγωνιστικός, ή, όν, = Vorigem, Schol. Pind. I. 4, 47.
-
106 φιλ-α-κόλαστος
φιλ-α-κόλαστος, Unmäßigkeit, Schwelgerei, Unkeuschheit liebend, ausschweifend, Plut. Galb. 19 und öfter.
-
107 φιλ-ακόλουθος
φιλ-ακόλουθος, gern folgend, begleitend, Ar. Ran. 415.
-
108 φιλ-αγαθία
φιλ-αγαθία, ἡ, Liebe zum Guten, Clem. Alex.
-
109 φιλ-αγαθής
φιλ-αγαθής, ές, falsche Lesart statt φιλογᾱϑής.
-
110 φιλ-αιδήμων
φιλ-αιδήμων, ονος, Schamhaftigkeit liebend, Diosc. 26 (VII, 450).
-
111 φιλ-α-γέννητος
φιλ-α-γέννητος, den od. das Ungeborne, Ewige liebend, K. S.
-
112 φιλ-αμαρτήμων
φιλ-αμαρτήμων, ονος, die Sünde liebend, LXX.
-
113 φιλ-α-δύναμος
φιλ-α-δύναμος, gern entkräftend, schwächend, Hippocr.
-
114 φιλ-ανδρία
φιλ-ανδρία, ἡ, Liebe zum Manne, zum Gatten; Eur. Andr. 228; Luc. Halc. 2.
-
115 φιλ-ανα-γνωστέω
φιλ-ανα-γνωστέω, das Lesen lieben, gern lesen, D. Sic. 1, 77.
-
116 φιλ-αδελφία
φιλ-αδελφία, ἡ, Bruder-, Schwesterliebe, Geschwisterliebe; Alexis in B. A. 115; Luc. D. D. 26, 2; Plut. περὶ φιλαδελφίας.
-
117 φιλ-ανα-γνώστης
φιλ-ανα-γνώστης, ὁ, das Lesen liebend, Freund des Lesens, Plut. Alex. 8.
-
118 φιλ-αδέλφεια
φιλ-αδέλφεια, τά, sc. ἱερά, ein Fest, s. Morgenstern zu Richter's Wallfahrten im Morgenlande p. 636.
-
119 φιλ-ανθρωπεύω
φιλ-ανθρωπεύω, menschenfreundlich sein, auch φιλανϑρωπεύομαι, sich menschenfreundlich betragen, πρός τινα, Dem. 19, 139; Plut. u. a. Sp. – Auch trans., τινά, Einen menschenfreundlich, sanft behandeln, Sp.; pass., φιλανϑρωπευϑέντες D. Sic. 18, 18; – τί, freundlich gewähren, Heliod.
-
120 φιλ-ανθρωπικός
φιλ-ανθρωπικός, ή, όν, = Folgdm (?).
См. также в других словарях:
φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… … Dictionary of Greek
φιλ- — ή φιλο , θέμα του ρ. φιλώ (=αγαπώ), που χρησιμοποιείται με αυτή την έννοια ως α συνθετικό πολλών λέξεων: Φιλαλήθεια, φιλελεύθερος, φιλοδοξώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Φιλ' — Φιλά̱ , Φιλής masc nom/voc/acc dual Φιλά , Φιλής masc voc sg Φιλά , Φιλής masc nom sg (epic) Φιλαί , Φιλής masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φίλ' — Φίλα , Φίλα fem nom/voc sg Φίλαι , Φίλα fem nom/voc pl Φίλᾱͅ , Φίλα fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίλ' — φίλα , φίλος beloved neut nom/voc/acc pl φί̱λε , φίλος beloved masc voc sg (epic) φίλε , φίλος beloved masc voc sg φίλαι , φίλος beloved fem nom/voc pl φίλᾱͅ , φίλος beloved fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
Pella curse tablet — The Pella curse tablet is a curse or magic spell (Greek: κατάδεσμος, katadesmos ) inscribed on a lead scroll, dating to the 4th or 3rd century BC. It was found in Pella (at the time capital of Macedon) in 1986 and published in the Hellenic… … Wikipedia
Pella (Grecia) — Saltar a navegación, búsqueda Para otros usos de este término, véase Pella … Wikipedia Español
Tablilla de maldición de Pella — La Maldición de Pella, del prof. Radcliffe G. Edmonds III (Bryn Mawr College). La Tablilla de maldición de Pella es una maldición o hechizo griego: κατάδεσμος, katadesmos) inscrita en una plancha de plomo, que data del siglo IV o… … Wikipedia Español
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek