-
1 φιλ
φιλ- on the formation of terms w. φιλ-in the NT s. New Docs 2, 106. -
2 Φιλ'
Φιλά̱, Φιλήςmasc nom /voc /acc dualΦιλά, Φιλήςmasc voc sgΦιλά, Φιλήςmasc nom sg (epic)Φιλαί, Φιλήςmasc nom /voc pl -
3 Φίλ'
Φίλα, Φίλαfem nom /voc sgΦίλαι, Φίλαfem nom /voc plΦίλᾱͅ, Φίλαfem dat sg (doric aeolic) -
4 φίλ'
φίλα, φίλοςbeloved: neut nom /voc /acc plφί̱λε, φίλοςbeloved: masc voc sg (epic)φίλε, φίλοςbeloved: masc voc sgφίλαι, φίλοςbeloved: fem nom /voc plφίλᾱͅ, φίλοςbeloved: fem dat sg (doric aeolic) -
5 φιλάκρατος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλάκρατος
-
6 φιλαπελλῆς
φῐλ-ᾰπελλῆς, ὁ,A admirer of Apelles, Hdn.Gr.1.82; [dialect] Dor. [suff] φῐλ-απελλᾶς cj. Lobeck for φιλοπελλᾶς (v.l. φιλοπελᾶς), ib.57.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλαπελλῆς
-
7 φιλοικτίρμων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοικτίρμων
-
8 φιλοίφας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοίφας
-
9 φίλομβρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φίλομβρος
-
10 φιλωρείτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλωρείτης
-
11 φιλάβουλος
φῐλ-άβουλος, ον,A wilfully unaduised, AP12.80 (Mel.), APl.4.133 (Antip.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλάβουλος
-
12 φίλαβρος
φῐλ-αβρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φίλαβρος
-
13 φιλάγων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλάγων
-
14 φιλαγωνιστής
A fond of contests, Ptol.Tetr. 63.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλαγωνιστής
-
15 φιλαγωνιστικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλαγωνιστικός
-
16 φιλαδύναμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλαδύναμος
-
17 φιλάεθλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλάεθλος
-
18 φιλαθήναιος
φῐλ-ᾰθήναιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλαθήναιος
-
19 φιλαθλητής
A fond of athietes, Plu.2.140c,631a, D.C.Fr.110.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλαθλητής
-
20 φίλαθλος
φῐλ-αθλος, ον,A fond of games (i e. as a competitor), Ph.1.268, Ptol.Tetr. 166;θεός Plu. 2.724b
: metaph., fond of exertion, διάνοια, νοῦς, Ph.1.543, 523; alsoγυμνάσια φ. IG3.1344
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φίλαθλος
См. также в других словарях:
φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… … Dictionary of Greek
φιλ- — ή φιλο , θέμα του ρ. φιλώ (=αγαπώ), που χρησιμοποιείται με αυτή την έννοια ως α συνθετικό πολλών λέξεων: Φιλαλήθεια, φιλελεύθερος, φιλοδοξώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Φιλ' — Φιλά̱ , Φιλής masc nom/voc/acc dual Φιλά , Φιλής masc voc sg Φιλά , Φιλής masc nom sg (epic) Φιλαί , Φιλής masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φίλ' — Φίλα , Φίλα fem nom/voc sg Φίλαι , Φίλα fem nom/voc pl Φίλᾱͅ , Φίλα fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίλ' — φίλα , φίλος beloved neut nom/voc/acc pl φί̱λε , φίλος beloved masc voc sg (epic) φίλε , φίλος beloved masc voc sg φίλαι , φίλος beloved fem nom/voc pl φίλᾱͅ , φίλος beloved fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
Pella curse tablet — The Pella curse tablet is a curse or magic spell (Greek: κατάδεσμος, katadesmos ) inscribed on a lead scroll, dating to the 4th or 3rd century BC. It was found in Pella (at the time capital of Macedon) in 1986 and published in the Hellenic… … Wikipedia
Pella (Grecia) — Saltar a navegación, búsqueda Para otros usos de este término, véase Pella … Wikipedia Español
Tablilla de maldición de Pella — La Maldición de Pella, del prof. Radcliffe G. Edmonds III (Bryn Mawr College). La Tablilla de maldición de Pella es una maldición o hechizo griego: κατάδεσμος, katadesmos) inscrita en una plancha de plomo, que data del siglo IV o… … Wikipedia Español
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek