-
1 φίλ-οιστρος
φίλ-οιστρος, Wuth, Raserei liebend, bes. die wilde Begeisterung bei den Festen des Bacchus und der Kybele liebend, Orph. H. 26, 13.
-
2 φίλοιστρος,
φίλ-οιστρος, u. φιλ-οιστρο-μανής, ές, Wut, Raserei liebend, bes. die wilde Begeisterung bei den Festen des Bacchus und der Kybele liebend -
3 φιλοιστρομανής
φίλ-οιστρος, u. φιλ-οιστρο-μανής, ές, Wut, Raserei liebend, bes. die wilde Begeisterung bei den Festen des Bacchus und der Kybele liebend
См. также в других словарях:
φίλοιστρος — ον, Α 1. αυτός που θέλει να διακατέχεται από οίστρο, από μανία 2. (κυρίως) αυτός που θέλει να καταλαμβάνεται από την παράφορη έκσταση η οποία κυριεύει τους οπαδούς τού Βάκχου και τής Κυβέλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + οἶστρος «μανία, τρέλα,… … Dictionary of Greek