-
1 φίλ-ερις
-
2 φιλ-ά-βουλος
φιλ-ά-βουλος, gern, mit Willen unbesonnen; Mel. 55 (XII, 80); ἔρις Antp. Sid. 43 ( Plan. 133).
-
3 φίλερις
См. также в других словарях:
φίλερις — ι, ΝΑ (λόγιος τ.) εριστικός, φιλόνικος, καβγατζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἔρις «διένεξη, διχόνοια» (πρβλ. δύσ ερις)] … Dictionary of Greek