-
1 φίλ-ελπις
-
2 φίλελπις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φίλελπις
-
3 φίλελπις
См. также в других словарях:
κένελπις — κένελπις, ὁ, ἡ (Μ) αυτός που τρέφει κενές ελπίδες, αυτός που βαυκαλίζεται με φρούδες ελπίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + ελπις (< ἐλπίς), πρβλ. φέρ ελπις, φίλ ελπις] … Dictionary of Greek
φίλελπις — έλπιδος, ὁ, ἡ, Α αυτός που τού αρέσει να ελπίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἐλπίς (πρβλ. εὔ ελπις)] … Dictionary of Greek