-
1 φιλυπνος
-
2 φίλυπνος
φίλυπνοςloving slecp: masc /fem nom sg -
3 φίλυπνος
ος, οV 1. сонливый;2. (ο) соня (о человеке — разг) -
4 φίλυπνος
φίλ-υπνος, ον,A loving slecp, Theoc.18.10, Arist.Somn.457a22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φίλυπνος
-
5 φίλυπνος
φίλ-υπνος, den Schlaf liebend, gern schlafend -
6 φίλυπνον
φίλυπνοςloving slecp: masc /fem acc sgφίλυπνοςloving slecp: neut nom /voc /acc sg -
7 φιλύπνου
φίλυπνοςloving slecp: masc /fem /neut gen sg -
8 φίλυπνοι
φίλυπνοςloving slecp: masc /fem nom /voc pl -
9 φιλό-ϋπνος
φιλό-ϋπνος, = φίλυπνος, Polem. physiogn. 2, 19.
-
10 βαρυγωνατος
См. также в других словарях:
φίλυπνος — loving slecp masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίλυπνος — η, ο / φίλυπνος, ον, ΝΜΑ, και φιλόϋπνος Α αυτός που αγαπά πολύ τον ύπνο, υπναράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ὕπνος (πρβλ. ὠμό ϋπνος)] … Dictionary of Greek
φίλυπνον — φίλυπνος loving slecp masc/fem acc sg φίλυπνος loving slecp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλύπνου — φίλυπνος loving slecp masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίλυπνοι — φίλυπνος loving slecp masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόϋπνος — ον, Μ βλ. φίλυπνος … Dictionary of Greek
ύπνος — Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο. Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή… … Dictionary of Greek