-
1 φιλυδρος
-
2 φίλυδρος
φίλυδροςloving water: masc /fem nom sg -
3 φίλυδρος
ος, ο[ν]1) влаголюбивый; 2) гигроскопический;βάμβαξ — гигроскопическая вата -
4 φίλυδρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φίλυδρος
-
5 φίλυδρος
φίλ-υδρος, Wasser, wässerige Dinge liebend -
6 φίλυδρον
φίλυδροςloving water: masc /fem acc sgφίλυδροςloving water: neut nom /voc /acc sg -
7 φιλυδρότερα
φίλυδροςloving water: neut nom /voc /acc comp pl -
8 φιλύδροις
φίλυδροςloving water: masc /fem /neut dat pl -
9 φιλύδρων
φίλυδροςloving water: masc /fem /neut gen pl -
10 φίλυδρα
φίλυδροςloving water: neut nom /voc /acc pl -
11 φίλυδροι
φίλυδροςloving water: masc /fem nom /voc pl -
12 φιλ-υδρίας
φιλ-υδρίας, ὸ, = φίλυδρος, VLL.
См. также в других словарях:
φίλυδρος — loving water masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίλυδρος — η, ο / φίλυδρος, ον, ΝΜΑ (για φυτό) αυτός που αναπτύσσεται στο νερό, που χρειάζεται πολύ νερό για να αναπτυχθεί νεοελλ. 1. υδρόφιλος («φίλυδρο βαμβάκι») 2. το αρσ. ως ουσ. ο φίλυδρος ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους κολεόπτερων εντόμων 3. το ουδ … Dictionary of Greek
φίλυδρον — φίλυδρος loving water masc/fem acc sg φίλυδρος loving water neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλυδρότερα — φίλυδρος loving water neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλύδροις — φίλυδρος loving water masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλύδρων — φίλυδρος loving water masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίλυδρα — φίλυδρος loving water neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίλυδροι — φίλυδρος loving water masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλυδρίας — ου, ὁ, Α φίλυδρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φίλυδρος + επίθημα ίας*] … Dictionary of Greek
φιλύδρηλος — ον, Α φίλυδρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φίλυδρος, κατά τα επίθ. σε ηλος (πρβλ. κίβδ ηλος)] … Dictionary of Greek
σισύμβριο — το / σισύμβριον, ΝΜΑ νεοελλ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια βρασσικίδες τής τάξης καππαρώδη, με 150 περίπου είδη ποών που είναι ιθαγενείς τών ευκράτων και ψυχρών περιοχών τού βόρειου ημισφαιρίου, από τα οποία στην… … Dictionary of Greek