Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

φίλτερος

См. также в других словарях:

  • φίλτερος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φίλτερος — και δωρ. τ. φίντερος, έρα, ον, Α (συγκριτ. βαθμός τού φίλος) πιο αγαπητός, προσφιλέστερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φίλος + κατάλ. τερος τών επιθ. συγκριτικού βαθμού (βλ. και λ. φίλος)] …   Dictionary of Greek

  • φιλτέρων — φίλτερος fem gen pl φίλτερος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φίλτερον — φίλτερος masc acc sg φίλτερος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλτέραις — φίλτερος fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλτέρη — φίλτερος fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλτέρους — φίλτερος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φίλτερα — φίλτερος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φίλτεροι — φίλτερος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φίλτερ' — φίλτερα , φίλτερος neut nom/voc/acc pl φίλτερε , φίλτερος masc voc sg φίλτεραι , φίλτερος fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλτέρα — φιλτέρᾱ , φίλτερος fem nom/voc/acc dual φιλτέρᾱ , φίλτερος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»