Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φίλος

  • 141 μακάριος

    μακάριος, ία, ιον (s. prec. and next entry; Pind., Pla., X.+)
    pert. to being fortunate or happy because of circumstances, fortunate, happy.
    of humans, with less focus on the transcendent dimension compared to usage in 2 below (Chrysippus in Diog. L. 7, 179 calls himself a μακάριος ἀνήρ; Epict. 2, 18, 15; Jos., Ant. 16, 108; 20, 27) ἥγημαι ἐμαυτὸν μακάριον Ac 26:2. Of the widow who remains unmarried μακαριωτέρα ἐστίν she is happier 1 Cor 7:40. μ. ἤμην εἰ τοιαύτην γυναῖκα εἶχον Hv 1, 1, 2 (Chariton 6, 2, 9 μ. ἦν εἰ). Cp. Lk 23:29.
    of transcendent beings, viewed as privileged, blessed (Aristot., EN 10, 8:1178b, 25f τοῖς θεοῖς ἅπας ὁ βίος μακάριος; Epicurus in Diog. L. 10, 123 τ. θεὸν ζῷον ἄφθαρτον κ. μακάριον νομίζων; Herm. Wr. 12, 13b; Sextus 560; Philo, Cher. 86, Deus Imm. 26 ὁ ἄφθαρτος κ. μακάριος, Leg. ad Gai. 5 [other pass. in MDibelius, Hdb./Hermeneia on 1 Ti 1:11]; Jos., C. Ap. 2, 190, cp. Ant. 10, 278; cp. Ἰησοῦς ὁ μ. Hippol., Ref. 5, 9, 21) 1 Ti 1:11; 6:15 (BEaston, Pastoral Epistles ’47, 179).
    pert. to being esp. favored, blessed, fortunate, happy, privileged, fr. a transcendent perspective, the more usual sense (the general Gr-Rom. perspective: one on whom fortune smiles)
    of humans privileged recipient of divine favor (Jos., Ant. 9, 264), of Biblical persons (Ἰωβ Did., Gen. 101, 14; cp. ἄγγελοι Orig., C. Cels. 8, 25, 12): Moses 1 Cl 43:1; Judith 55:4; prophets AcPlCor 2:36 (Just., D. 48, 4); Paul (Hippol., Ref. 8, 20, 3; ὁ μ. ἀπόστολος Iren. 5, 2, 3 [Harv. II 321, 4] of Paul; cp. Orig., C. Cels. 5, 65, 7) 1 Cl 47:1; Pol 3:2 (11:3); AcPl Ha 3, 27. Of other prominent Christians, esp. martyrs: Ignatius, Zosimus, Rufus Pol 9:1. Polycarp MPol 1:1; 19:1, 21; 22:1, 3. Of presbyters who have died 1 Cl 44:5. μ. εἶναι ἐν τῇ ποιήσει αὐτοῦ be blessed in what the person does Js 1:25.—In various sentence combinations, in which the copula belonging with μ. is often omitted (B-D-F §127, 4; Rob. 395; Maximus Tyr. 14, 6f; μ. [opp. δυστυχής] εὐσεβὴς φίλος θεοῦ; but Did., Gen. 103, 2: μ. γάρ ἐστιν ἡ ἐκκλησία, ὅτε): as the apodosis of a conditional sentence Lk 6:4 D (Unknown Sayings 49–54); 1 Pt 3:14; 4:14; Hm 8:9. The conditional sentence follows J 13:17; 1 Cl 50:5; Hs 6, 1, 1a. W. relative clause foll. Mt 11:6; Lk 7:23; 14:15 (μ. ὅστις Menand., Fgm. 101 Kö., Mon. 340 Mei. al.); Ro 4:7f; 1 Cl 50:6 (both Ps 31:1f); Js 1:12 (PsSol 6:1; 10:1; Sext. 40 μ. ἀνήρ w. rel.); 1 Cl 56:6 (Job 5:17); 10:10 (Ps 1:1.—Maximus Tyr. 33, 5e ὁ μ. ἀνήρ, ὅν); 11:8; Hv 2, 2, 7; Hs 9, 29, 3. μ. ἐν Ἰησοῦ Χριστῷ, ὅς IPhld 10:2. The relative clause precedes Hv 3, 8, 4; Hs 5, 3, 9b; 6, 1, 1b. As a predicate w. a subst. or subst. adj. or ptc. μ. ὁ blessed is the one who … (2 Ch 9:7; Da 12:12; PsSol 4:23; ApcEsdr 5:11) Mt 5:3ff (the transl. 0, the happiness of or hail to those, favored by some [Zahn, Wlh., EKlostermann, JWeiss; KBornhäuser, Die Bergpredigt 1923, 24 al.] appears to be exactly right for the Aramaic original [=Hebr. אַשְׁרֵי], but scholars have disputed whether it exhausts the content that μακάριος had in the mouths of Gk.-speaking Christians [s. e.g. Maximus Tyr. 14, 6f μακάριος εὐσεβὴς φίλος θεοῦ, δυστυχὴς δὲ ὁ δεισιδαίμων; Artem. 4, 72 the state of μ. εἶναι is brought about by ascension into heaven and the ὑπερβάλλουσα εὐδαιμονία enjoyed there; other reff. in Betz, SM 97–99].—CMcCown, The Beatitudes in the Light of Ancient Ideals: JBL 46, 1927, 50–61; JRezevskis [Resewski], D. Makarismen bei Mt u. Lk, ihr Verhältnis zu einander u. ihr histor. Hintergrund: StThR I [=IBenzinger Festschr.] ’35, 157–70; JDupont, Les Béatitudes ’54; GStrecker, Die Makarismen der Bergpredigt, NTS 17, ’70/71, 255–75; see lit. s.v. ὄρος); 24:46; Lk 1:45; 6:20ff; 11:28; 12:37; cp. vs. 38, 43; J 20:29; Ro 14:22; Rv 1:3; 14:13; 16:15; 19:9; 20:6; 22:7, 14; 1 Cl 40:4; 48:4; 2 Cl 16:4; 19:3; D 1:5; Pol 2:3 (=Lk 6:20; Hv 2, 3, 3). W. ὅτι foll. (JosAs 16:7) Mt 16:17; Lk 14:14; Hs 2:10; 9, 30, 3. W. ὅταν Mt 5:11. Acc. to the reading of Michigan Pap. (ed. CBonner ’34, p. 46, 11f) and of a parchment leaf at Hamburg (SBBerlAk 1909, 1081) Hs 5, 1, 3 contains the words μακάριόν με ποιήσεις ἐάν (so Whittaker and Joly) you will make me happy, if. W. γίνεσθαι 9, 24, 2.
    of things or experiences blessed (Eur.+; Eccl 10:17)
    α. of parts of the body of persons who are the objects of special grace, which are themselves termed blessed: μ. οἱ ὀφθαλμοί Mt 13:16; Lk 10:23. μ. ἡ κοιλία 11:27 (Cleopatra ln. 168f; prob. Christian despite the ref. to Cleop. Of parallels in non-bibl. wr., the next closest is Musaeus, Hero 137 … γαστήρ, ἥ σʼ ἐλόχευσε μακαρτάτη).
    β. of things that stand in a very close relationship to the divinity: τὰ δῶρα τ. θεοῦ 1 Cl 35:1. Of the πνεύματα implanted in Christians 1:2 (cp. Maximus Tyr. 41, 51 the εὐδαίμων κ. μακαρία ψυχή). Of the age to come 2 Cl 19:4 (cp. OGI 519, 9 ἐν τοῖς μακαριοτάτοις ὑμῶν καιροῖς; 17).
    γ. of martyrdoms MPol 2:1. Of the object of the Christian hope προσδεχόμενοι τὴν μ. ἐλπίδα Tit 2:13 (cp. OGI 383, 108 μακαριστὰς ἐλπίδας). μακάριόν ἐστιν μᾶλλον διδόναι ἢ λαμβάνειν Ac 20:35 (cp. Pla., Rep. 496c ὡς μακάριον τὸ κτῆμα; 1 Cl 2:1; Beginn. IV 264; Unknown Sayings, 78–81; EHaenchen, Ac ad loc. On Thu. 2, 97, 4 λαμβάνειν μᾶλλον ἢ διδόναι s. JKilgallen, JBL 112, ’93, 312–14.).—HSanders, HTR 36, ’43, 165–67. S. the lit. s.v. ὄρος and cp. εὐδαιμονέω.—B. 1105. DELG s.v. μάκαρ. Schmidt, Syn. IV 402–6. M-M. EDNT. TW. Spicq. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > μακάριος

См. также в других словарях:

  • φίλος — beloved masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… …   Dictionary of Greek

  • φίλος — η, ο 1. αγαπητός, προσφιλής: Η φίλη Γαλλία. 2. αυτός που αγαπάει κάποιον, ο προσηλωμένος σε κάτι. 3. ως ουσ., φίλος, ο, φίλη, η και φιλενάδα, η και φιλινάδα, η άτομο με το οποίο συνδέεται κανείς με αμοιβαία εκτίμηση, αγάπη και αφοσίωση: Του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Φίλος μὲν Σωκράτης, ἀλλὰ φιλτάτη ἡ ἀλήθεια. — φίλος μὲν Σωκράτης, ἀλλὰ φιλτάτη ἡ ἀλήθεια. См. Варвара мне тетка, а правда сестра …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Φίλος, ἔφη, μία ψυχὴ δύο σώμασιν ἐνοικοῦσα. — φίλος, ἔφη, μία ψυχὴ δύο σώμασιν ἐνοικοῦσα. См. Одна думка одно и сердце …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Φίλος του Λαού — Τίτλος ελληνικών εφημερίδων. 1. Εβδομαδιαία αθηναϊκή εφημερίδα (1840 48). Από το 16o φύλλο της εκδιδόταν και στα γαλλικά και από το 219o μετονομάστηκε Φ. του Λ. της Γ’ Σεπτεμβρίου. 2. Εφημερίδα της Κεφαλλονιάς (1876). 3. Εφημερίδα της Πάτρας… …   Dictionary of Greek

  • Φίλος του Νόμου — Εφημερίδα της Ύδρας. Το πρώτο φύλλο είναι της 10ης Μαρτίου 1824 και το τελευταίο της 29ης Μαΐου 1827. Στις 28 Απριλίου 1824 μετονομάστηκε Εφημερίς της Διοικήσεως και της νήσου Ύδρας. Τα φύλλα της εφημερίδας αυτής είναι δυσεύρετα σήμερα …   Dictionary of Greek

  • Φίλος των Νέων — Η πρώτη χρονολογική ελληνική εφημερίδα της Σμύρνης. Ιδρύθηκε το 1831 από τον Αντ. Δαμιανό και ήταν εβδομαδιαία …   Dictionary of Greek

  • Ὦ φιλοι, οὐδεὶς φίλος. — ὦ φιλοι, οὐδεὶς φίλος. См. Друзей много, да друга нет …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὦ φίλοι, οὐδεὶς φίλος. — ὦ φίλοι, οὐδεὶς φίλος. См. Знакомых тма, а друга нет …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Αλεξίου, Φίλος — (1788 – 1882) Λεπτοξυλουργός από τη Λαμία. Οι Τούρκοι τον υποχρέωσαν (1821) να φτιάξει τη σούβλα με την οποία σούβλισαν τον Αθανάσιο Διάκο. Σε άρθρο της τοπικής εφημερίδας της Λαμίας Φωνή του Λαού, στις 10 Απριλίου 1882, αναφέρεται… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»