-
1 φίλησα
φιλέωlove: aor ind act 1st sg (homeric ionic) -
2 φιλήσας
φιλήσᾱς, φιλέωlove: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic) -
3 φιλήσασα
φιλήσᾱσα, φιλέωlove: aor part act fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
4 φιλήσασαν
φιλήσᾱσαν, φιλέωlove: aor part act fem acc sg (attic epic ionic) -
5 φιλήσασι
φιλήσᾱσι, φιλέωlove: aor part act masc /neut dat pl (attic epic ionic) -
6 φίλησ'
φίλησι, φίλησιςloving: fem voc sgφί̱λησι, φιλέωlove: aor subj mid 2nd sg (epic)φί̱λησι, φιλέωlove: aor subj act 3rd sg (epic)φίλησαι, φιλέωlove: aor imperat mid 2nd sgφίλησα, φιλέωlove: aor ind act 1st sg (homeric ionic)φίλησε, φιλέωlove: aor ind act 3rd sg (homeric ionic)——————φίλῃσι, φίλοςbeloved: fem dat pl (epic ionic)φί̱λῃσι, φιλέωlove: aor subj act 3rd sg (epic) -
7 φιλέω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > φιλέω
См. также в других словарях:
φίλησα — φιλέω love aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλώ — φίλησα, φιλήθηκα, φιλημένος 1. δίνω φίλημα, ασπάζομαι: Χέρι που δεν μπορείς να το δαγκώσεις φίλα το (παροιμ.). 2. το ενεργ. με αλληλοπάθεια όπως το μέσ., φιλιούμαι και φιλιέμαι, αλλάζω φίλημα, δίνω και παίρνω φιλί αμοιβαία: Πιάνονται κι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλήσας — φιλήσᾱς , φιλέω love aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλήσασα — φιλήσᾱσα , φιλέω love aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλήσασαν — φιλήσᾱσαν , φιλέω love aor part act fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλήσασι — φιλήσᾱσι , φιλέω love aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… … Dictionary of Greek
πόνος — Δυσάρεστη αίσθηση, στη γένεση της οποίας γίνεται αποδεκτή η συμμετοχή περιφερειακών νευρικών στοιχείων ποικίλης διαφοροποίησης, και κεντρικών νευρικών στοιχείων, τα οποία συντονίζουν τα ερεθίσματα που προέρχονται από την περιφέρεια. Ένα επώδυνο… … Dictionary of Greek
φιλάω — / φιλώ, φίλησα βλ. πίν. 58 Σημειώσεις: φιλάω, φιλιέμαι : το φιλώ κυριαρχεί σε στερεότυπες εκφρ. όπως: σας φιλώ (με την έννοια → σας χαιρετώ). Το φιλιέμαι χρησιμοποιείται κυρίως με αξία αλληλοπάθειας → ανταλλάσσω φιλιά με κάποιον … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φιλώ — φιλάω / φιλώ, φίλησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ποταμιά — η περιοχή γύρω απ το ποτάμι, οι όχθες και η κοίτη του: Στην ποταμιά, στις λυγαριές σε φίλησα, μα δεν το λες (λαϊκός στίχος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)