-
1 öptürme
φίλημα -
2 öpme
φίλημα, φιλί -
3 поцелуй
-
4 лобзание
-я ουδ.παλ. ασπασμός, φιλί, φίλημα•иудино лобзание το φίλημα του Ιούδα.
-
5 поцелуй
-я α.φιλί, φίλημα•материнский поцелуй μητρικό φιλί•
дружеский поцелуй φιλικό φιλί.
εκφρ.поцелуй иуды – το φίλημα του Ιούδα. -
6 Kiss
subs.P. and V. φίλημα, τό (Xen.).——————v. trans.Kissing his lips: V. ἀμφιπίπτων στόμασι (Soph., Trach. 938).I did not kiss my sister: V. οὐ κασιγνήτῃ στόμα συνῆψα (Eur., I.T. 374).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Kiss
-
7 лобзание
лобза́||ниес поэт., уст. τό φίλημα, τό φιλί, ὁ ἀσπασμός. -
8 поцелуй
поцелуйм τό φιλί, τό φίλημα, ὁ ἀσπασμός. -
9 лобзание
[λαμπζάνιιε] ουσ. ο. φίλημα -
10 лобзание
[λαμπζάνιιε] ουσ ο φίλημα -
11 крестный
επ.του σταυρού•-ое знамение, το σημείο του σταυρού•
-ое целование το φίλημα του σταυρού (σαν όρκος)•
крестный ход θρησκευτική πομπή (με σταυρούς και σημαίες εικόνες), λιτανεία•
с ними -ая сила παλ. ο Θεός μαζί μας (για φόβο)• μέγας είσαι Κύριε! μέγα τ όνομα σου Κύριε!
-
12 христосование
-я ουδ.το φίλημα του Πάσχα. -
13 целование
-я ουδ.1. φίλημα, ασπασμός.2. (για νεκρό)• ο τελευταίος ασπασμός,εκφρ.последнее целование – βλ. 2 σημ. -
14 Salutation
subs.P. and V. πρόσρησις, ἡ, P. πρόσρημα, τό, V. πρόσφθεγμα, τό, προσφώνημα, τό.Kiss: P. and V. φίλημα, τό (Xen.).Embrace: V. ἀσπάσματα, τά; see Embrace.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Salutation
-
15 buse
ασπασμός, φίλημα, φιλί -
16 baiser
1) φιλώ2) ασπάζομαι3) φίλημα4) φιλί -
17 hubička
1) ράμφος2) φίλημα3) φιλί4) φιλώ -
18 líbat
1) φίλημα2) φιλί3) φιλώ -
19 políbení
1) φίλημα2) φιλί3) φιλώ -
20 kiss
1) φίλημα2) φιλί3) φιλώ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φίλημα — kiss neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίλημα — το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φίλαμα Α [φιλώ] 1. επαφή τών χειλιών σε μέρος τού σώματος άλλου προσώπου ή ζώου ή και πράγματος, η οποία αποτελεί έκφραση έρωτα, πόθου, στοργής ή σεβασμού, ασπασμός, φιλί 2. εκκλ. ενέργεια που αποτελεί σύμβολο τής… … Dictionary of Greek
φίλημα — το, ατος και φιλί, το επαφή των χειλιών σε κάποιο σημείο του σώματος άλλου ανθρώπου ή ζώου ή και πράγματος για εκδήλωση στοργής, αγάπης, έρωτα, πόθου ή σεβασμού, ο ασπασμός: Του έδωσε ένα φίλημα στο μάγουλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φίλημ' — φίλημα , φίλημα kiss neut nom/voc/acc sg φίλημαι , φιλήμη fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλημάτων — φίλημα kiss neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλήμασι — φίλημα kiss neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλήμασιν — φίλημα kiss neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλήματα — φίλημα kiss neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλήματι — φίλημα kiss neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλήματος — φίλημα kiss neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
OSCULUM — res sacra, utpote quâ quasi Anima, quâ nihil nobis pretiosius, transfunditur. Proin eius usque adeo religiosi fuêre Veteres, Romani inprimis, ut cuiquam temere Osculum dare nefas esset, nec Sponso quidem, nihil semel tantum liceret,… … Hofmann J. Lexicon universale