-
1 φίλεμα
τό1) угощение (действие); 2) подарок невесте (от жениха или кума); 3) чаевые -
2 φίλεμα
[филэма] ουσ. о. угощениеΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φίλεμα
-
3 φίλεμα
[филэма] ουσ ο угощение. -
4 угощение
угощение с 1) (действие ) το φίλεμα, το τρατάρισμα; το κέρασμα (вином ) 2) (еда ) τα φαγητά* * *с2) ( еда) τα φαγητά -
5 φίλευμα
το см. φίλεμα -
6 φιλιά
-
7 поднесение
-я ουδ.1. κέρασμα, φίλεμα, τρατάρισμα.2. παλ. προσφορά, δωρεά.3. παλ. δώρο, δώρημα. -
8 подношение
-я ουδ.1. προσφορά, χάρισμα, δωρεά.2. κέρασμα, τρατάρισμα, φίλεμα. -
9 ikram
προσφορά, κέρασμα, φίλεμα
См. также в других словарях:
φίλεμα — και φίλευμα, το, Ν [φιλεύω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φιλεύω … Dictionary of Greek
φίλεμα — το, ατος 1. μικρό φιλοδώρημα, μικρό δώρο σε ένδειξη φιλίας, κέρασμα, τραταμέντο, τρατάρισμα, πεσκέσι. 2. δώρο του γαμπρού ή του κουμπάρου στη νύφη. 3. προσφορά γεύματος, ποτού, φαγώσιμου κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εστίαμα — το (Α ἑστίαμα) [εστιώ] 1. το φαγητό που προσφέρεται κατά την εστίαση, το φίλεμα («τὰ Ταντάλου θεοῑσιν ἑστιάματα» τα φαγητά που προσέφερε ο Τάνταλος στους θεούς, Ευρ.) 2. γεν. τροφή, φαγητό … Dictionary of Greek
εστίαση — (Φυσ.). Η συγκέντρωση δέσμης ακτίνων σε ένα συγκεκριμένο σημείο. ε. δέσμης ηλεκτρονίων σε έναν σωλήνα καθοδικών ακτίνων. Οι κύριες μέθοδοι στην περίπτωση αυτή είναι η ηλεκτροστατική ε. και η ηλεκτρομαγνητική ε. Στην πρώτη, η δέσμη των ηλεκτρονίων … Dictionary of Greek
φίλευμα — το, Ν βλ. φίλεμα … Dictionary of Greek
φιλία — Όνομα 5 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 900 μ.) στην πρώην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (23 τ. χλμ.). Βρίσκεται N των Καλαβρύτων. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 310 μ.) στην πρώην επαρχία Μηθύμνης του… … Dictionary of Greek
φιλοδώρημα — το, ατος μικρό χρηματικό δώρο που δίνεται για εκδουλεύσεις ή εξυπηρετήσεις, το φίλεμα, το ρεγάλο, το μπαξίσι, το πουρμπουάρ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)