-
1 φιλάγραυλος
φῐλάγρ-αυλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλάγραυλος
-
2 φιλαγρέτις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλαγρέτις
-
3 φιλαγρευτής
A lover of the chase, Babr.107.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλαγρευτής
-
4 φιλαγρέω
A love the country, Epicurei ap.D.L.10.120.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλαγρέω
-
5 φίλαγρος
A fond of the country, Luc.Lex.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φίλαγρος
-
6 φιλαγρότις
A = φιλαγρέτις, Orph.H.36.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλαγρότις
-
7 φιλάγριον
A bandage, invented by Philagrius, Alex.Trall.1.12; also τὸ Φιλαγρίανον (sc. μάλαγμα) Paul.Aeg. 7.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλάγριον
См. также в других словарях:
ομφακηρός — ὀμφακηρός, ά, όν (Α) 1. προορισμένος για τοποθέτηση ή φύλαξη ομφάκων, δηλ. άγουρων σταφυλιών («ἀγγεῑα ὀμφακηρά», Φιλάγρ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀμφακηρά στρογγυλό λαγήνι, προχόη, κανάτα οίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμφαξ, ακος «άγουρο σταφύλι» + κατάλ.… … Dictionary of Greek