-
1 φήμα
φήμᾱ, φήμηa.fem nom /voc /acc dualφήμᾱ, φήμηa.fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 φῆμα
-
3 φῆμα
-
4 φῆμα
φῆμα, das Gesagte, das Wort -
5 φήμας
φήμᾱς, φήμηa.fem acc plφήμᾱς, φήμηa.fem gen sg (doric aeolic) -
6 φήμ'
φήμᾱͅ, φήμηa.fem dat sg (doric aeolic)φημι, φημίSpir. Prooem.pres ind act 1st sg -
7 φήμαν
φήμᾱν, φήμηa.fem acc sg (doric aeolic) -
8 φήματα
φῆμαthat which is said: neut nom /voc /acc pl -
9 φημ'
φημι, φημίSpir. Prooem.pres ind act 1st sg——————φῆμαι, φήμηa.fem nom /voc plφῆμα, φῆμαthat which is said: neut nom /voc /acc sgφῆμι, φῆμιςspeech: fem voc sg -
10 σκαρίφευμα
σκαρίφευμα, τό, = σκάριφος, Suid. = σκαρί-φημα.
-
11 φιλο-φόρμιγξ
φιλο-φόρμιγξ, ιγγος, die Leier liebend, sie gewöhnlich begleitend, φήμα, Aesch. Suppl. 678.
-
12 σεμνοδότειρα
σεμνο-δότειρα, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σεμνοδότειρα
-
13 φήμη
I utterance prompted by the gods, significant or prophetic saying, , ubi v. Sch.; in the prayer of Odysseus to Zeus,φήμην τίς μοι φάσθω Od.20.100
; folld. by φήμην δ' ἐξ οἴκοιο γυνὴ προέηκεν ἀλετρίς ib. 105; φ. and κλεηδών are interchanged, Hdt. 5.72, cf. S.El. 1109 sq.; φ. about a τέρας, Hdt.3.153; , cf. 86, 475(lyr.); τοῦ ὀνείρου ἡ φ. the message of the dream, Hdt.1.43;φ. μαντικαί S.OT 723
;φ. θεσφάτων Id.Tr. 1150
;μάντεων φῆμαι E.Hipp. 1056
. cf. Ion 180 (lyr.);φήμη τις οἴκων ἐν μυχοῖς ἱδρυμένη Id.Hel. 820
;φήμας τε καὶ μαντείας Pl.Phd. 111b
, cf. Isoc.9.21;φήμας καὶ ἐνύπνια καὶ οἰωνούς X. Smp.4.48
, cf. Cyr.8.7.3, etc.; ominis causa,Pl.
Lg. 878a, cf. 908a; τῇ πόλει (sc. Aquileia)ἀετὸς οἴκιζομένῃ τὴν αὑτοῦ φ. χαρίζεται Jul.Or.2.72a
; hence, comically,φήμη γ' ὑμῖν ὄρνις ἐστί Ar.Av. 720
; φ. ἀγαθὴν λέξομεν = εὐφημίαν παρέξομεν, Id.V. 865 (anap.).2 report, rumour, usu. of uncertain and mysterious origin,φήμη οὔ τις πάμπαν ἀπόλλυται, ἥν τινα πολλοὶ λαοὶ φημίξωσι· θεός νύ τίς ἐστι καὶ αὐτή Hes.Op. 763
, cf. Aeschin.1.128 (citing φήμη δ' ἐς στρατὸν ἦλθε as from Il.); Φήμης βωμός Sch. ad loc., Paus.1.17.1; common report, opp. συκοφαντία, Aeschin.2.145;φάμα δ' ἦλθε κατὰ πτόλιν Sapph.
l. c.;ἄμβροτε Φ. S.OT 158
(lyr.);φ. ἐσέπτατο ἐς τὸ στρατόπεδον Hdt.9.100
;φ. δημόθρους A.Ag. 938
;τίν' ἔχων φ. ἀγαθὴν ἥκεις; Ar.Eq. 1320
(anap.);φ. ὑπορρεῖ Pl.Lg. 672b
;φήμην κατασκεδάσαι Id.Ap. 18c
.3 report of a man's character, repute,δεινὴν δὲ βροτῶν ὑπαλεύεο φήμην· φ. γάρ τε κακὴ πέλεται, κούφη μὲν ἀεῖραι—ῥεῖα μάλ', ἀργαλέη δὲ φέρειν, χαλεπὴ δ' ἀποθέσθαι Hes.Op. 760
;ὑποδεέστερα τῆς φ. Th.1.11
;περὶ τὸν τῶν ἀνθρώπων βίον.. καὶ πράξεις ἀψευδής τις πλανᾶται φ. Aeschin.1.127
;τοιαύτην φ. σαυτῇ περιφυομένην Isoc.5.78
: pl., ;ἐπώνυμος ἐν φήμαις βροτῶν Antiph.105
:—esp. of good report, fame,περιχαρὴς τῇ φ. Hdt. 1.31
;κατὰ τὴν εὐλογίαν καὶ τοὺς ἐπαίνους καὶ τὴν φ. Isoc.5.134
, cf. 4.186;ὁ δ' ὄλβιος ὃν φᾶμαι κατέχοντ' ἀγαθαί Pi.O.7.10
: but alsoφ. πονηραί A.Ch. 1045
; αἰσχρὰ φ., opp. καλὴ δόξα, Isoc. 1.43;ψευδῆ φ. ὑμνεῖν κατὰ θεῶν Pl.Lg. 822c
, cf. R. 463d.II any voice or words, speech, saying, λόγων φ. poet. periphr. for λόγοι, S.Ph. 846 (lyr.); esp. common report, tradition, legend, ἀλλ' ἔστι φήμη .. A.Supp. 760;πολιαὶ φῆμαι E.El. 701
(lyr.), cf. Pl.Phlb. 16c, Lg. 713c;αἱ ἀρχαῖαι φ. Plb.12.3.2
; μνήμην παρὰ τῆςφήμης λαβών Lys.2.3
.b common report or parlance, Chrysipp.Stoic.2.242; ὅσους ἡ κοινὴ φ. παραδέδωκεν [θεούς] Phld.Piet.17. -
14 ἐπίσσυτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίσσυτος
См. также в других словарях:
φήμα — φήμᾱ , φήμη a. fem nom/voc/acc dual φήμᾱ , φήμη a. fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φήμα — τὸ, Α στον πληθ. (τὰ) φήματα (κατά τον Ησύχ.) όσα λέγονται, οι λόγοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φη τής απαθούς βαθμίδας τού ρ. φημί* + κατάλ. μα (< * mņ , συνεσταλμένη βαθμίδα τής κατάλ. * meņ)]. ἡ, Α (πιθ. δωρ. τ.) βλ. φήμη … Dictionary of Greek
φήμας — φήμᾱς , φήμη a. fem acc pl φήμᾱς , φήμη a. fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φήμ' — φήμᾱͅ , φήμη a. fem dat sg (doric aeolic) φημι , φημί Spir. Prooem. pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φήμαν — φήμᾱν , φήμη a. fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φήματα — φῆμα that which is said neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φῆμ' — φῆμαι , φήμη a. fem nom/voc pl φῆμα , φῆμα that which is said neut nom/voc/acc sg φῆμι , φῆμις speech fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεμνοδότειρα — ἡ, Α 1. αυτή που προσφέρει μεγαλοπρεπή δώρα («σεμνοδότειρα Φήμα», Βακχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + δότειρα, θηλ. τού δοτήρ (< δίδωμι)] … Dictionary of Greek
φήμη — Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας, προσωποποίηση της μετάδοσης του λόγου, των παραδόσεων, των διηγήσεων κλπ. Θεωρούνταν κυρίως η θεά της αναγγελίας των νικών στους αθλητικούς αγώνες και γι’ αυτό οι ποιητές τη χαρακτήριζαν πτερόεσσα, πολύλαλο,… … Dictionary of Greek
φημί — ΝΜΑ, και δωρ. τ. φαμί και αιολ. τ. φᾱμι Α νεοελλ. (λόγια φρ.) «αυτός έφα» χρησιμοποιείται για να δηλώσει γνώμη που έχει εκφραστεί από αυθεντία, χωρίς να επιδέχεται καμιά αμφισβήτηση, και η οποία προέρχεται από τη φράση που χρησιμοποιούσαν οι… … Dictionary of Greek
φημοσύνη — ἡ, Α χρησμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φῆμα* + κατάλ. σύνη*. Το μο τού τ. έχει πιθ. προέλθει από παλαιότερη απόδοση τού mn (> μᾰ)] … Dictionary of Greek