См. также в других словарях:
ρίψασπις — ο, η, ΝΑ 1. αυτός που ρίχνει την ασπίδα του και τρέπεται σε φυγή την ώρα τής μάχης, αυτός που εγκαταλείπει τα όπλα από φόβο 2. (γενικά) φυγόμαχος, δειλός. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < ῥίπτω + ἀσπίς, ίδος (πρβλ. μίκρ ασπις, φέρ… … Dictionary of Greek