-
1 φέροικος
-
2 φερέ-οικος
φερέ-οικος, das Haus mit sich tragend, führend; von den Scythen gesagt Her. 4, 46; von der Schnecke Hes. O. 573; vgl. Ath. II, 63 a; auch von der Schildkröte. – Vgl. φέροικος.
См. также в других словарях:
φέροικος — squirrel masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέροικος — ὁ, Α βλ. φερέοικος … Dictionary of Greek
φεροϊκός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Φερόες νήσους 2. φρ. «φεροϊκή γλώσσα «γλωσσ. γλώσσα μεταξύ τής Δυτικής Νορβηγικής και Ισλανδικής, η οποία περιέχει και πολλές δανικές λέξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξενικού όρου, πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
φερέοικος — η, ο / φερέοικος, ον, ΝΜΑ, και φέροικος, ὁ, Α 1. (για ζώο) αυτός που κουβαλά μαζί του το σπίτι του, όπως λ.χ., το σαλιγκάρι ή η χελώνα 2. (για πρόσ.) αυτός που δεν έχει μόνιμη κατοικία, περιπλανώμενος αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ φερέοικος·α) είδος… … Dictionary of Greek
οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… … Dictionary of Greek