Перевод: с греческого на турецкий

с турецкого на греческий

φέρνω

См. также в других словарях:

  • φέρνω — φέρνω, έφερα βλ. πίν. 226 Σημειώσεις: φέρνω, φέρνομαι – φέρω, φέρομαι : το φέρω έχει στενότερη σημασία από το φέρνω. Σημαίνει συνήθως → έχω επάνω μου κάτι (ως φυσικό, μόνιμο ή παροδικό στοιχείο) ή έχω ορισμένη υπογραφή, επιγραφή κτλ. Το φέρομαι… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φέρνω — Ν βλ. φέρω …   Dictionary of Greek

  • φέρνω — βλ. φέρω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επαναπατρίζω — φέρνω πίσω στην πατρίδα άτομα που είχαν απομακρυνθεί από εκεί βίαια ή με τη θέλησή τους …   Dictionary of Greek

  • καλοτελειώνω — φέρνω σε καλό τέλος, αποπερατώνω αισίως, τελειώνω με το καλό …   Dictionary of Greek

  • δακτυλοδεικτώ — φέρνω κάποιον ως παράδειγμα. Χρησιμοποιείται κυρίως η μετοχή δακτυλοδεικτούμενος άνθρωπος παράδειγμα για μίμηση ή αποφυγή: Ο γιος του είναι ένας δακτυλοδεικτούμενος εγκληματίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • εκφέρω — (AM ἐκφέρω) 1. φέρνω έξω, εξάγω, βγάζω έξω, απομακρύνω 2. (για φωνή, γνώμη, κρίση κ.λπ.) ξεστομίζω, διατυπώνω 3. κηδεύω («εκφέρω νεκρό») νεοελλ. γραμμ. παθ. εκφέρομαι συντάσσομαι («η πρόθεση ἐν εκφέρεται με δοτική») μσν. 1. απαγγέλλω, εκδίδω… …   Dictionary of Greek

  • προσάγω — ΝΜΑ 1. φέρνω κάποιον ή κάτι κάπου, προσκομίζω («τίς δαίμων τόδε πῆμα προσήγαγε;», Ομ. Οδ.) 2. οδηγώ κάποιον ή κάτι ενώπιον κάποιου και, ιδίως, ενώπιον δικαστηρίου (α. «να προσαχθεί ο κατηγορούμενος» β. «τῷ Κύρῳ προσάγειν τοὺς αἰχμαλώτους», Ξεν. γ …   Dictionary of Greek

  • προσκομίζω — ΝΜΑ [κομίζω] 1. φέρνω κάτι προς κάποιον προσάγω (α. «οι υποψήφιοι πρέπει να προσκομίσουν όλα τα δικαιολογητικά» β. «τοῑς Ἀχαιοῑς προσκομίζω τὴν πόλιν», Πλούτ.) 2. παρουσιάζω, εμφανίζω (α. «ο ενάγων δεν προσκόμισε επαρκείς αποδείξεις στο… …   Dictionary of Greek

  • ανάγω — (Α ἀνάγω) 1. οδηγώ προς τα επάνω, υψώνω, ανυψώνω, ανεβάζω 2. λέγω ή υποστηρίζω πού οφείλεται κάτι, τό φέρνω πίσω στην αρχή ή την αιτία τού, αποδίδω, αναφέρω νεοελλ. 1. αναφέρω, αποδίδω χρονικά 2. μεσ. ανήκω χρονικά 3. μετασχηματίζω, μετατρέπω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»