-
1 γάντι
τό1) перчатка; 2) шевро;§ με το γάντι — вежливо, деликатно, галантно;
φέρνομαι με το γάντι — деликатно обращаться; — тоб πετώ το γάντι — бросить перчатку, бросить вызов
-
2 εμπάθεια
η пристрастие; враждебность, недоброжелательность; злость, ненависть;φέρνομαι με εμπάθεια — относиться с пристрастием;
ομιλώ με εμπάθεια — говорить со злостью;
η εμπάθεια του δεν έχει όρια — ненависть его не знает границ
-
3 ήσυχα
επίρρ.1) спокойно; сдержанно; тихо, мирно;φέρνομαι ήσυχα — вести себя спокойно;
2) спокойно, безмятежно; мирно;ήσυχα, μην ταράζεσαι — спокойно, не волнуйся;
3) тихо, бесшумно;κάτσε ήσυχα — сиди смирно
-
4 μικροπρέπεια
-
5 οικειότητα
[-ης (-ητος)] η1) близость; интимность; 2) фамильярность;φέρνομαι με οικειότητα — или κάνω κατάχρηση -ς — фамильярничать
См. также в других словарях:
φέρνομαι — φέρνομαι, φέρθηκα, φερμένος βλ. πίν. 227 Σημειώσεις: φέρνω, φέρνομαι – φέρω, φέρομαι : το φέρω έχει στενότερη σημασία από το φέρνω. Σημαίνει συνήθως → έχω επάνω μου κάτι (ως φυσικό, μόνιμο ή παροδικό στοιχείο) ή έχω ορισμένη υπογραφή, επιγραφή… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παιδιαρίζω — φέρνομαι σαν παιδί: Έγινες ολόκληρος άντρας κι ακόμα παιδιαρίζεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φέρνω — φέρνω, έφερα βλ. πίν. 226 Σημειώσεις: φέρνω, φέρνομαι – φέρω, φέρομαι : το φέρω έχει στενότερη σημασία από το φέρνω. Σημαίνει συνήθως → έχω επάνω μου κάτι (ως φυσικό, μόνιμο ή παροδικό στοιχείο) ή έχω ορισμένη υπογραφή, επιγραφή κτλ. Το φέρομαι… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φέρομαι — φέρομαι, φέρθηκα βλ. πίν. 218 Σημειώσεις: φέρνω, φέρνομαι – φέρω, φέρομαι : το φέρω έχει στενότερη σημασία από το φέρνω. Σημαίνει συνήθως → έχω επάνω μου κάτι (ως φυσικό, μόνιμο ή παροδικό στοιχείο) ή έχω ορισμένη υπογραφή, επιγραφή κτλ. Το… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φέρω — φέρω, έφερα βλ. πίν. 217 Σημειώσεις: φέρνω, φέρνομαι – φέρω, φέρομαι : το φέρω έχει στενότερη σημασία από το φέρνω. Σημαίνει συνήθως → έχω επάνω μου κάτι (ως φυσικό, μόνιμο ή παροδικό στοιχείο) ή έχω ορισμένη υπογραφή, επιγραφή κτλ. Το φέρομαι… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανδραΐζομαι — ἀνδραΐζομαι (Μ) ντύνομαι και φέρνομαι σαν άντρας … Dictionary of Greek
ασκυβάλιστος — η, ο (AM ἀσκυβάλιστος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν περιέχει σκύβαλα (για σιτηρά, καρπούς κ.λπ.) αρχ. μσν. εκείνος τον οποίο δεν τον αντιμετωπίζουν με περιφρόνηση («ἀσκυβάλιστος Ἐκκλησία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σκυβαλίζω «θεωρώ κάποιον ή κάτι ως… … Dictionary of Greek
δολιεύομαι — (AM δολιεύομαι) φέρνομαι δόλια, με πανουργία αρχ. βλάπτω κάποιον με δόλο … Dictionary of Greek
δολιώ — δολιῶ ( όω) (Α) 1. φέρνομαι σε κάποιον με πανουργία 2. είμαι δόλιος, πανούργος … Dictionary of Greek
δυστροπώ — ( έω) είμαι δύστροπος, φέρνομαι δύστροπα … Dictionary of Greek
σοβαρεύομαι — σοβαρεύομαι, σοβαρεύτηκα βλ. πίν. 18 Σημειώσεις: σοβαρεύω, σοβαρεύομαι : η έννοια διαφοροποιείταιαπό την ενεργητική στην παθητική φωνή. Το σοβαρεύω σημαίνει → γίνομαι σοβαρός ή παίρνω σοβαρό ύφος. Το σοβαρεύομαι σημαίνει φέρνομαι, ενεργώ με… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής