Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

φέγγω

См. также в других словарях:

  • φέγγω — φέγγω, έφεξα βλ. πίν. 21 (και ως απρόσ. φέγγει) Σημειώσεις: φέγγω : συνήθως ως απρόσωπο, με την έννοια → ξημερώνει ή φωτίζει, μπορεί όμως να έχει και την έννοια → είμαι υπερβολικά αδυνατισμένος (π.χ. έφεξε το πρόσωπο του από τον πυρετό). Στη… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φέγγω — make bright pres subj act 1st sg φέγγω make bright pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέγγω — ΝΜΑ 1. (μτβ.) ρίχνω φως πάνω σε κάποιον ή σε κάτι, φωτίζω (α. «το βραδινό μας το λυχνάρι / που θα μάς φέγγει μέσ στο σπίτι», Παλαμ. β. «φλογὶ φέγγεται λειμών», Αριστοτ.) 2. (αμτβ.) εκπέμπω φως, λάμπω (α. «φέγγει τό πρόσωπό του από χαρά» β. «ὁ… …   Dictionary of Greek

  • φέγγω — έφεξα 1. μτβ. με γεν., ρίχνω φως σε κάποιον ή σε κάτι, φωτίζω: Φέξε μου να δω. 2. αμτβ., εκπέμπω φως, είμαι φωτεινός, λάμπω: Δε φέγγει καθόλου αυτό το φανάρι. 3. είμαι ή γίνομαι ημιδιαφανής, φεγγρίζω: Η μπλούζα της είναι αραχνοΰφαντη και φέγγει.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φεγγόμενον — φέγγω make bright pres part mp masc acc sg φέγγω make bright pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέγγου — φέγγω make bright pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) φέγγω make bright imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέγγουσι — φέγγω make bright pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) φέγγω make bright pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέγγουσιν — φέγγω make bright pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) φέγγω make bright pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αχνοφέγγω — φέγγω αμυδρά …   Dictionary of Greek

  • θαμποφέγγω — φέγγω θαμπά, τρεμοσβήνω …   Dictionary of Greek

  • λαμπίζω — φέγγω αχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λάμπω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»