-
1 φήτρη
См. также в других словарях:
φάτρα — ἡ, Α βλ. φράτρα … Dictionary of Greek
φράτρα — και φάτρα και ιων. τ. φρήτρη και φήτρη και δωρ. τ. πάτρα, ἡ, Α 1. (με πολιτική σημ.) αδελφότητα 2. (κατά τους ηρωικούς χρόνους) γένος, φυλή («κρῖν ἄνδρας... κατὰ φρήτρας, ὡς φρήτρη φρήτρῃφιν ἀρήγῃ», Ομ. Ιλ.) 3. (κατά τους ιστορικούς χρόνους)… … Dictionary of Greek