-
1 φάσκον
-
2 φάσκον
-
3 φάσκον
φάσκον, τό, ein langes, haariges Baummoos -
4 φάσκον
φάσκωsay: pres part act masc voc sgφάσκωsay: pres part act neut nom /voc /acc sgφάσκωsay: imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)φάσκωsay: imperf ind act 1st sg (homeric ionic) -
5 σφάκος
-
6 σφάκος
-
7 φάσκω
Aἔφασκον Il.13.100
; [dialect] Ep.φάσκον Od.24.75
, Hes.Th. 209: freq. in Trag. and Com. (but perh. never in [tense] pres. indic., v. infr.): as [tense] impf. of , etc., also Ar. Ra. 742; also imper. , Arist.Rh.Al. 1429a6; subj.φάσκω A.Ch.93
, Ar.V. 561 (anap.), Antipho 3.4.3, Lys.25.11, Is.10.11, PHal.1.134 (iii B. C.); opt. , D.30.27; inf.φάσκειν S.El.9
, OT 462, Ph. 1411 (anap.), Ar.Ra. 695 (troch.), X.Mem.1.2.52, al., Isoc.8.1; part.φάσκων IG12.66.6
, E.HF 1382 (the only part of the Verb used in Th. (3.70 ) and Pl. (R. 337e, al.), exc. ):—[voice] Pass. is not found, ἐφάσκετ' is for . Rare in [tense] pres. indic. before iii B.C.:φάσκει Is.6.16
( φάσκοι Reiske, Wyse), PMich.Zen.82.6 (iii B. C.), PSI8.921.7 (ii A. D.), dub. in S.E.P. 1.17 (v.l. φάσκοι), Gal.15.35, Gp.9.14.2, Hsch.; (iii B. C.); φάσκουσι ([etym.] ν) Aeschin.Ep.11.11, PCair.Zen.21.25, 244.5, al. (iii B. C.), Plu.Ant.86, Ath.10.429b, Gp.5.2.9, etc.; φάσκομεν is dub. cj. (for πάσχομεν ) in Alex.146.4:—say, affirm, assert, c. acc. et inf., Od.4.191, 8.565, al.; φάσκειν as imper., in this constr., S.OT 462, Ph. 1411 (anap.); οὐ φασκόντων χρήσειν saying they would not.., Hdt. 3.58;οὐ φάσκων ἀνεκτὸν εἶναι Th.8.52
; the inf. is freq. to be supplied, ἐν τῇδ' ἔφασκε γῇ (sc. εὑρεθήσεσθαι) S.OT 110; φησίν γε· φάσκων δ' (sc. ἥξειν) Id.El. 319; τῶν φασκόντων γονέων (sc. εἶναι) Pl. R. 538a, etc.; rarely φ. ὡς.., ὅτι.., Mosch.2.12, Plu.2.215f: c. acc.,τοῦτο φ. τοὔπος A.Ch.93
, cf. E.HF 1382, etc.: abs.,ὡς ἔφασκεν S.OT 114
;φάσκουσα καὶ οὐ φάσκουσα Pl.Tht. 190a
.2 think, deem, expect,ὃ οὔ ποτ' ἔγωγε τελευτήσεσθαι ἔφασκον Il.13.100
;οὔ μ' ἐφάσκεθ'.. οἴκαδ' ἱκέσθαι Od.22.35
; φάσκειν.. ὁρᾶν believe that you see, S.El.9.3 say, promise, c. inf. [tense] fut.,με.. ἔφασκε θήσειν ἀθάνατον Od.7.256
;φάσκων προσποιήσειν αὐτήν Th.2.85
, cf. Pl. Ion 541e. -
8 σφάγνος
Grammatical information: m.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)Etymology: Unexplained. On a wrong connection with Lat. fungus s. W.-Hofmann s. v. -- Furnée 124 compares σφάκος `sage-apple, salvia; tree-moss' and φάγνος `salvia' (gloss.) and φάσκον `kind of moss (Thphr., φάσκος H.). Given the variants Pre-Greek.Page in Frisk: 2,825Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σφάγνος
См. также в других словарях:
φάσκον — φάσκω say pres part act masc voc sg φάσκω say pres part act neut nom/voc/acc sg φάσκω say imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) φάσκω say imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάσκο — το / φάσκον, ΝΜΑ νεοελλ. κοινή ονομασία βρύου τών δένδρων αρχ. είδος λειχήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ., που δηλώνει αφ ενός το φυτό ελελίσφακος, τη φασκομηλιά, και αφ ετέρου ένα είδος λειχήνα, ο οποίος φύεται στις δρυς, δύο φυτά που έχουν ως … Dictionary of Greek
φάκελος — (I) ο, ΝΑ, και εσφ. Υρφ. φάκελλος, Ν νεοελλ. χάρτινη θήκη για επιστολή ή για έγγραφο, η οποία κλείνει και μπορεί να σφραγιστεί 2. σύνολο εγγράφων που αναφέρονται σε ορισμένη υπόθεση («ο φάκελος τής Κύπρου») 3. το ιστορικό τής πολιτικής, κυρίως,… … Dictionary of Greek
φάσκω — ΝΑ νεοελλ. φρ. «φάσκει και αντιφάσκει» λέγεται όταν κάποιος άλλοτε παραδέχεται και άλλοτε απορρίπτει το ίδιο πράγμα αρχ. 1. λέγω, φημί* 2. (ιδίως) αποφαίνομαι καταφατικά, βεβαιώνω («φάσκειν ἐμ ἤδη μαντικῇ μηδὲν φρονεῑν», Σοφ.) 3. νομίζω, πιστεύω… … Dictionary of Greek
φάσφανο — το / φάσγανον, ΝΜΑ όργανο σφαγής, ξίφος, σπαθί, μαχαίρι αρχ. 1. το ξιφοειδές οστό, το ραχοκόκαλο ορισμένων ψαριών 2. βοτ. α) το φυτό ξιφίον, κν. γνωστό σήμερα ως σπαθόχορτο β) το φυτό ξάνθιον 3. το φυτό ασπάλαθος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός τ., αβέβαιης… … Dictionary of Greek
φασκίς — Α (κατά τον Ησύχ.) «διάφυσον». [ΕΤΥΜΟΛ. Η σημ. τού τ. δι άφυσος (< διά + ἄφυσος «είδος δοχείου», πρβλ. ἀφύσσω «αντλώ», δι αφύσσω) οδηγεί στην υπόθεση ότι ο τ. φασκίς αποτελεί εσφ. ανάγνωση αντί τού σκαφίς (πρβλ. σκάφη, σκάπτω) με αντιμετάθεση… … Dictionary of Greek
φασκομηλιά — Λέγεται και αλιφασκιά (σάλβια η φαρμακευτική). Αρωματικό και φαρμακευτικό φυτό της οικογένειας των λαμπιατών ή χειλανθών (δικοτυλήδονα). Ιθαγενές των ημιορεινών παραμεσόγειων περιοχών, στην Ελλάδα συναντάται κυρίως σε ξερές πετρώδεις τοποθεσίες.… … Dictionary of Greek