-
1 φάρος
[фарос] ουσ. а. маяк,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φάρος
-
2 маяк
ο φάροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > маяк
-
3 маяк
-а α.1. φάρος•александрийский маяк ο φάρος της Αλεξάνδρειας.
2. μτφ. σύμβολο• κέντρο• μεγάλων ιδεωδών•маяк свободы φάρος της ελευθερίας•
маяк мысли, культуры κέντρο σκέψης, πολιτισμού.
-
4 маяк
-
5 фара
-
6 крупа
круп||аж1. τό ἄλφιτο[ν]:манная \крупа τό σιμιγδάλι· перловая \крупа ὁ φάρος· гречневая \крупа τό μαυροσίταρο· ячневая \крупа ὁ φάρος· овсяная \крупа τό μπληγοῦρι ἀπό βρώμη·2. (снег) τό ψιλό χαλάζι. -
7 маяк
маякм ὁ φάρος:плавучий \маяк ὁ πλωτός φάρος. -
8 бакан
мор. о (τηλαυγής) ναυτικός φάρος, ο σημαντήρας, ο πλωτήρας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бакан
-
9 крупа
пищ. το άλφιτοледяная - τα ψίγματα του πάγου, το χαλάζιперловая - ο φάρος, το ξεφλουδισμένο κριθάριРусско-греческий словарь научных и технических терминов > крупа
-
10 светомаяк
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > светомаяк
-
11 перловый
перлов||ыйприл:\перловыйая крупа τό κριθαρένιο πληγούρι, ἡ πτισάνη, ὁ φάρος. -
12 фара
фараж ὁ φάρος. -
13 ядрица
ядрицаж τό χοντροκομμένο πληγοῦρι, ὁ χοντροκομμένος φάρος. -
14 маяк
[μαγιάκ] ουσ. α φάρος -
15 маяк
[μαγιάκ] ουσ α φάρος -
16 плавучий
επ.επιπλέων πλωτός•плавучий маяк επιπλέων φάρος•
плавучий материал επιπλέον υλικό•
плавучий мост πλωτή γέφυρα.
-
17 фара
-ы θ.φάρος• φανάρι, φανός. -
18 ядрица
-ы θ.χόνδρος, πληγούρι χοντρό, φάρος.
См. также в других словарях:
φάρος — a large piece of cloth neut nom/voc/acc sg φάρος a large piece of cloth masc nom sg φᾶρος a large piece of cloth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φᾶρος — a large piece of cloth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φάρος — Pharos fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάρος — Κατασκευή γενικά σε σχήμα πύργου, τοποθετημένη σε εμφανή σημεία της ακτής ή πάνω σε βράχους, ακόμα και σε σημαντική απόσταση από τη στεριά, στην κορυφή της οποίας υπάρχει φωτιστική πηγή με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ορατή από όλα τα σημεία του… … Dictionary of Greek
φάρος — ο 1. φωτιστικό μηχάνημα πάνω σε ψηλό πύργο, που είναι στημένος σε κατάλληλο σημείο της ακτής για καθοδήγηση των πλοίων και των αεροπλάνων κατά τη νύχτα. 2. ισχυρός φανός τοποθετημένος στο μπροστινό μέρος οχήματος. 3. (βοτ.), γένος αγρωστοειδών… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Εκκλησιαστικός Φάρος — Περιοδικό του πατριαρχείου Αλεξανδρείας. Ιδρύθηκε το 1908 και εξακολούθησε να εκδίδεται τακτικά έως το 1951. Από το 1961 και μετά, και κυρίως από το 1969, εκδόθηκαν μερικά τεύχη του, σε πολύ αραιά χρονικά διαστήματα. Πρώτος διευθυντής του… … Dictionary of Greek
φάρει — φάρος a large piece of cloth neut nom/voc/acc dual (attic epic) φάρεϊ , φάρος a large piece of cloth neut dat sg (epic ionic) φάρος a large piece of cloth neut dat sg φᾶρος a large piece of cloth neut nom/voc/acc dual (attic epic) φάρεϊ , φᾶρος a … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάρη — φάρος a large piece of cloth neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φάρος a large piece of cloth neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) φᾶρος a large piece of cloth neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φᾶρος a large piece of cloth neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάρους — φάρος a large piece of cloth neut gen sg (attic epic doric) φάρος a large piece of cloth masc acc pl φᾶρος a large piece of cloth neut gen sg (attic epic doric) φά̱ρους , φᾶρος a large piece of cloth neut gen sg (attic epic doric) φαρόω imperf… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρέεσσι — φάρος a large piece of cloth neut dat pl (epic) φᾶρος a large piece of cloth neut dat pl (epic) φᾱρέεσσι , φᾶρος a large piece of cloth neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρέεσσιν — φάρος a large piece of cloth neut dat pl (epic) φᾶρος a large piece of cloth neut dat pl (epic) φᾱρέεσσιν , φᾶρος a large piece of cloth neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)