-
121 μητιοεις
-
122 μιγμα
1) смешение, смесь Arst.2) лекарственная смесь, микстура, снадобье(σμύρνης καὴ ἀλόης NT.; τὰ φάρμακα καὴ τὰ μίγματα Plut.)
-
123 μυρεψικος
-
124 ξυντριβω
1) тереть друг о друга(τὰ πυρεῖα Luc.)
ποῦ συντρίβεται τό πρᾶγμα ; Dem. — за чем дело стало?2) растирать(φάρμακα Plut.)
3) разбивать, раскалывать(τήν χύτραν Arph., Plat.; τὰς ναῦς Thuc.)
τὸ τὰς πέδας συντετρῖφθαι NT. — сокрушение оков4) ломать(τὰ δόρατα Xen.; κάλαμος συντετριμμένος NT.)
5) разбивать, поражать(τοὺς Ἀχαιούς Polyb.)
συντετριμμένος σκέλη Xen. — с перебитыми ногами;συντρῖφαι τῆς κεφαλῆς τινος Isocr. — разбить кому-л. голову;συντρίβεσθαι τέν κεφαλήν Lys. — получать рану в голову6) разрушать(μάχαις συντριβεῖσα πόλις Plut.)
7) надламывать, подавлять, угнетать(τινά Plut.)
σ. τέν ἐπίνοιαν Arph. — лишать мужества;συντριβῆναι τῇ διανοίᾳ Polyb. — пасть духом8) мучить, терзать(τινα NT.)
-
125 οδυνηφατος
-
126 παιωνιος
I31) целительный, врачующий(χείρ Aesch., Soph., Arph.)
2) целебный(φάρμακα Aesch.)
π. τινος Anth. — исцеляющий от чего-л.IIὅ целитель, врач Soph.3победный(κέλαδος Aesch.)
-
127 παρηγορημα
-
128 πασσω
атт. πάττω (fut. πάσω с ᾰ, эп. 3 л. sing. impf. πάσσε; pass.: aor. ἐπάσθην, pf. πέπασμαι)1) посыпать, насыпать(φάρμακα Hom.)
π. ἁλός Hom. — посыпать солью;2) перен. там и сям рассыпать, т.е. вышивать(θρόνα, ἀέθλους Hom.)
См. также в других словарях:
φαρμακᾶ — φαρμακάω suffer from the effect of drugs pres subj act 1st sg (doric aeolic) φαρμακάω suffer from the effect of drugs pres ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακᾷ — φαρμακάω suffer from the effect of drugs pres subj mp 2nd sg φαρμακάω suffer from the effect of drugs pres ind mp 2nd sg (epic) φαρμακάω suffer from the effect of drugs pres subj act 3rd sg φαρμακάω suffer from the effect of drugs pres ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάρμακα — φάρμακον drug neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιμοστατικά φάρμακα — Φάρμακα που προκαλούν ή υποβοηθούν τη διακοπή μιας αιμορραγίας. Διακρίνονται σε α.φ. για τοπική χρήση (δηλαδή πάνω στην εστία που αιμορραγεί) και σε α.φ. για γενική ή συστηματική χρήση. Τοπικά είναι ο σπόγγος ζελατίνης, η οξειδωμένη κυτταρίνη, η… … Dictionary of Greek
κυτταροτοξικά φάρμακα — Φάρμακα τα οποία σκοτώνουν ή προκαλούν βλάβη σε κύτταρα ή τα εμποδίζουν να αναπτυχθούν και να διαιρεθούν. Χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία του καρκίνου … Dictionary of Greek
ψυχοτρόπα φάρμακα — Χημικές ουσίες που έχουν την ιδιότητα να επηρεάζουν τις ψυχικές διεργασίες του ανθρώπου και τη συμπεριφορά των ζώων. Πρακτικά πρόκειται για μια μεγάλη κατηγορία ουσιών, με εξαιρετικά ποικίλη χημική δομή, που έχουν την κοινή ιδιότητα πρόσκαιρης… … Dictionary of Greek
Ὁπόσα φάρμακα οὐκ ἰῆται, σίδηρος ἰῆται, ὅσα σίδηρος οὐκ ἰῆται, πῦρ ἰῆται. — См. Железный … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
αγχολυτικά φάρμακα — Τα ελάσσονα ηρεμιστικά (βλ. λ.) … Dictionary of Greek
αναλγητικά — Φάρμακα που χρησιμοποιούνται για τη συμπτωματική αντιμετώπιση του άλγους, δηλαδή του πόνου. Τα α. είναι διαφόρων κατηγοριών. Τα ειδικά α. είναι φάρμακα που με τις ενέργειές τους είτε εμποδίζουν τις αλγογόνες ουσίες να ερεθίσουν τις νευρικές… … Dictionary of Greek
αμφεταμίνες — Φάρμακα με αντικαταθλιπτική και ψυχοδιεγερτική ενέργεια. Τα φάρμακα αυτά εμφανίζουν αντικαταθλιπτική δράση μόνο σε ασθενείς με μελαγχολία, ενώ σε φυσιολογικά άτομα προκαλούν κατάσταση εγρήγορσης, αϋπνία, αύξηση της ικανότητας προσοχής,… … Dictionary of Greek
αντινεοπλασματικά — Φάρμακα που χρησιμοποιούνται εναντίον των νεοπλασιών. Παρεμβαίνουν και εμποδίζουν την αναπαραγωγή των νεοπλασματικών κυττάρων και τελικά τα καταστρέφουν. Ο μηχανισμός με τον οποίο αναπτύσσουν αυτή τους την ιδιότητα ποικίλλει καμιά φορά και στο… … Dictionary of Greek