Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

φάρεϊ

См. также в других словарях:

  • φάρει — φάρος a large piece of cloth neut nom/voc/acc dual (attic epic) φάρεϊ , φάρος a large piece of cloth neut dat sg (epic ionic) φάρος a large piece of cloth neut dat sg φᾶρος a large piece of cloth neut nom/voc/acc dual (attic epic) φάρεϊ , φᾶρος a …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φάρει — Φάρης masc nom/voc/acc dual (attic epic) Φάρεϊ , Φάρης masc dat sg (epic ionic) Φάρης masc dat sg Φά̱ρει , Φᾶρις fem nom/voc/acc dual (attic epic) Φά̱ρεϊ , Φᾶρις fem dat sg (epic) Φά̱ρει , Φᾶρις fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάρε' — φάρεα , φάρος a large piece of cloth neut nom/voc/acc pl (epic ionic) φάρει , φάρος a large piece of cloth neut nom/voc/acc dual (attic epic) φάρεϊ , φάρος a large piece of cloth neut dat sg (epic ionic) φάρει , φάρος a large piece of cloth neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φάρε' — Φάρεα , Φάρης masc acc sg (epic ionic) Φάρει , Φάρης masc nom/voc/acc dual (attic epic) Φάρεϊ , Φάρης masc dat sg (epic ionic) Φάρει , Φάρης masc dat sg Φάρεε , Φάρης masc nom/voc/acc dual (epic ionic) Φά̱ρεα , Φᾶρις fem acc sg Φά̱ρει , Φᾶρις fem …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PALLIUM — I. PALLIUM Veteribus in genere omne vestimenti genus significavit, quam apertum, tam clausum, ut etiam Toga Pallio rotundum dicatur Isidoro; Abusive pro Palliolo quoque sumi fuisse folitum supra vidimus: Proprie vero ac fimpliciter communique… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • καλυπτός — ή, ὁ (Α καλυπτός, ή, όν) [καλύπτω] καλυμμένος, σκεπασμένος («φάρει καλυπτός», Αριστοφ.) νεοελλ. αυτός που μπορεί να καλυφθεί αρχ. αυτός που τοποθετείται ή που περιτυλίγεται με τρόπο ώστε να καλύπτει …   Dictionary of Greek

  • περιπτυχής — ές, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που είναι τοποθετημένος γύρω από κάτι και τό σκεπάζει εντελώς («ἀλλά νιν περιπτυχεῑ φάρει καλύψω τῷδε παμπήδην», Σοφ.) 2. αυτός που έχει πέσει ολόκληρος γύρω ή πάνω σε κάτι («νεοσφαγὴς κεῑται, κρυφαίῳ φασγάνῳ… …   Dictionary of Greek

  • φάρος — Κατασκευή γενικά σε σχήμα πύργου, τοποθετημένη σε εμφανή σημεία της ακτής ή πάνω σε βράχους, ακόμα και σε σημαντική απόσταση από τη στεριά, στην κορυφή της οποίας υπάρχει φωτιστική πηγή με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ορατή από όλα τα σημεία του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»