См. также в других словарях:
φαίνομαι — ΝΜΑ, και ενεργ τ. φαίνω Α μέσ. 1. είμαι ή γίνομαι ορατός, διακρίνομαι (α. «δεν φαίνεται από εδώ η θάλασσα» β. «φάνεν δὲ oἱ εὐρέες ὦμοι», Ομ. Οδ.) 2. γίνομαι φανερός, φανερώνομαι 3. προβάλλω, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι (α. «έχει καιρό να φανεί» β … Dictionary of Greek
φάντωρ — ορος, ὁ, Α αυτός που επιδεικνύει ή φανερώνει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φᾰν τού φαίνω* + επίθημα τωρ (πρβλ. λυμάν τωρ)] … Dictionary of Greek