Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φάκινος

См. также в других словарях:

  • φάκινος — made of lentils masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάκινος — ίνη, ον, Α (για φαγητό) παρασκευασμένος από φακές. [ΕΤΥΜΟΛ. < φακός + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] …   Dictionary of Greek

  • φακίνων — φάκινος made of lentils fem gen pl φάκινος made of lentils masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάκινον — φάκινος made of lentils masc acc sg φάκινος made of lentils neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φακίνου — φάκινος made of lentils masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φακίνῳ — φάκινος made of lentils masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Michalis Fakinos — Born 1940 Athens, Greece Occupation writer, journalist Nationality Greek …   Wikipedia

  • τυρακίνης — και δωρ. τ. τυρακίνας, ὁ, Α είδος πίτας με τυρί, τυρόπιτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *τυρ άκινος (πρβλ. ὀμ φάκινος), κατά τα αρσ. σε ης] …   Dictionary of Greek

  • φακινάς — ὁ, Α έμπορος φακών. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάκινος + κατάλ. ᾶς (πρβλ. πλακούντ ᾶς)] …   Dictionary of Greek

  • φακινοπώλιον — και φακεινοπώλιον, τὸ, Α κατάστημα όπου πωλούνται μαγειρεμένες φακές. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάκινος + πώλιον (< πώλης*), πρβλ. ξυλο πώλιον] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»