Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

φάκελλος

См. также в других словарях:

  • φάκελος — (I) ο, ΝΑ, και εσφ. Υρφ. φάκελλος, Ν νεοελλ. χάρτινη θήκη για επιστολή ή για έγγραφο, η οποία κλείνει και μπορεί να σφραγιστεί 2. σύνολο εγγράφων που αναφέρονται σε ορισμένη υπόθεση («ο φάκελος τής Κύπρου») 3. το ιστορικό τής πολιτικής, κυρίως,… …   Dictionary of Greek

  • ενσφράγιστος — η, ο 1. ο κλεισμένος σε σφραγισμένο περιτύλιγμα («ενσφράγιστες προσφορές») 2. ο κλεισμένος με σφραγίδα («ενσφράγιστος φάκελλος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ενσφραγίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Αγγέλου Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • φακελοποιία — και εσφ. γρφ. φακελλοποιία, η, Ν η τέχνη και η βιομηχανία κατασκευής φακέλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάκελος / φάκελλος + ποιία (< ποιός*). Ο τ. φακελλοποιία μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

  • φακελώδης — και εσφ. γρφ. φακελλώδης, ες, Ν [φάκελος / φάκελλος] (συν. για ρίζες φυτών) αυτός που έχει σχήμα φακέλου …   Dictionary of Greek

  • φακελώνω — φακελῶ, όω, ΝΜ, και εσφ. γρφ. φακελλώνω Ν [φάκελος / φάκελλος] κλείνω επιστολή ή έγγραφο σε φάκελο νεοελλ. σχηματίζω φάκελο με την συγκέντρωση εγγράφων και στοιχείων που αναφέρονται σε ορισμένο θέμα ή στην βιογραφία και την πολιτική, κυρίως,… …   Dictionary of Greek

  • ՈՒՐԱՐ — (ի, աւ, կամ ով.) NBH 2 0559 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c, 13c, 14c գ. ՈՒՐԱՐ ՈՐԱՐ ՈՒՐԱՐՆ. Նոյն եւ յն. օրա՛րիօն. լտ. օրա՛րիում , որ եւ ՓԱԿԵՂՆ. յն. ֆա՛գէլլօս. լտ. ֆա՛սչիս, ֆա՛սչիա. ὠράριον orarium եւ φάκελλος fascis,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՈՒՐԱՐՆ — (րին, րամբ.) NBH 2 0559 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c, 13c, 14c գ. ՈՒՐԱՐ ՈՐԱՐ ՈՒՐԱՐՆ. Նոյն եւ յն. օրա՛րիօն. լտ. օրա՛րիում , որ եւ ՓԱԿԵՂՆ. յն. ֆա՛գէլլօս. լտ. ֆա՛սչիս, ֆա՛սչիա. ὠράριον orarium եւ φάκελλος fascis, fascia …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՏՐՑԱԿ — (ի, աց.) NBH 2 0900 Chronological Sequence: Unknown date, 13c, 14c գ. Խուրձ. կապոց խոտոց՝ եղեգանց՝ գաւազանաց եւ այլոց իրաց. իբր δέσμα, σύνδεσμος, φάκελλος, φακελλίδιον fasciculus. ... *Առի տրցակ մի եղէգն: Ժողովեցին եւ արարին տրցակ, եւ եդին ընդ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՓԱԿԵՂՆ — (ղան.) NBH 2 0925 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 11c, 12c, 13c, 14c գ. որպէս յն. φάκελλος, φάκελος, σφάκελος fascio եւ pollium. Ծածկոյթ ʼի փակել զմասն մարմնոյ. որպէս պատատ գլխոյ, ճակատու, եւ ուսոյ. փադանք. երիզ. եւ Վակաս, վարշամակ,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»