-
1 υιωνοίο
-
2 υἱωνοῖο
См. также в других словарях:
υἱωνοῖο — υἱωνός grandson masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 υιωνοίο
2 υἱωνοῖο
υἱωνοῖο — υἱωνός grandson masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)