Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

υἱούς

См. также в других словарях:

  • υἱούς — υἱός huihus masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υἵους — υἱόω make into a son imperf ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • сын — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. υἱός) сын; потомок; часто употребляется в смысле… …   Словарь церковнославянского языка

  • Minuscule 181 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 181 Name Cod. Francisci Xavier Text New Testament (except Gospels) Date 11th century …   Wikipedia

  • Lápites — (en griego Λαπίθης, Lapithes ) es un personaje de la mitología griega. Se le considera el héroe epónimo, fundador y primer rey mítico de los lápitas, antigua tribu de Tesalia.[1] Lápites era hijo de Estilbe y Apolo, sobrino de Hipsea, nieto de… …   Wikipedia Español

  • ATTILIUS Regulus — Consul Roman. primô bellô Punicô, cum Carthaginenses saepe vicisset, horribilem etiam serpentem, ad fluv. Bagrada, necâsset, tandem per insidias captus, Romam mislus est, pro permutandis captivis, quam permutationem ipsemet disluasit, et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • CANTOR — I. CANTOR Graece Α᾿ιδὸς apud Homer. Od. γ. v. 265. Η῞δ᾿ ἤτοι το πρὶν μὲν ἀναίνετο ἔργον ἀεικὲς Δῖα Κλυταιμνήςτρη, φρεσὶ γὰρ κέχρητ᾿ ἀγαθῇτι, Παῤ γὰρ ἔην καὶ Αὀιδὸς ἀνὴρ, ᾧ πόλλ῾ ἐπέτελλεν Α᾿τρείδης, Τροὶηνδε κιὼν; εἴρυςθαι ἄκοιτιν, Α᾿λλ᾿ ὅτε δή… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • θλω — (Α θλῶ, άω) 1. συντρίβω, σπάζω, τσακίζω νεοελλ. φρ. «τεθλασμένη γραμμή» η γραμμή που σύγκειται από πολλές ευθείες οι οποίες συνδέονται γωνιωδώς και επομένως αποτελείται από ευθεία που θραύεται κατ επανάληψη αρχ. 1. (για φωνή) σχίζω τ αφτιά,… …   Dictionary of Greek

  • κληρονομώ — και άω (AM κληρονομῶ, έω, Α δωρ. τ. κλαρονομῶ) [κληρονόμος] 1. γίνομαι κάτοχος ενός χρηματικού ποσού ή κινητού πράγματος, το οποίο περιέρχεται σε μένα από κληρονομιά, γίνομαι κληρονόμος, παίρνω κάτι ως μερίδιο από κληρονομιά (α. «κληρονόμησε από… …   Dictionary of Greek

  • περικρατύνω — Μ [κρατύνω] ενδυναμώνω, ενισχύω σε μεγάλο βαθμό («τοὺς δὲ υἱούς αὐτοῡ... λόγῳ ἀληθεῑ περιεκράτυνεν», Ανδρ. Κρ.) …   Dictionary of Greek

  • προβιβάζω — ΝΜΑ προάγω κάποιον σε ανώτερο βαθμό ή σε ανώτερη τάξη νεοελλ. (ιδίως για μαθητές) προάγω στην αμέσως ανώτερη τάξη («ο δάσκαλος τόν προβίβασε τελικά από την πρώτη στη δευτέρα») αρχ. 1. κάνω κάποιον να φτάσει κάπου, οδηγώ, φέρω προς τα εμπρός 2.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»