-
1 υἱοποιέομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > υἱοποιέομαι
-
2 υἱοποίητος
υἱοποί-ητος, ον,A adopted as a son, D.H.Din.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > υἱοποίητος
-
3 υἱοποιία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > υἱοποιία
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский