-
1 υιοθετηθέντες
-
2 υἱοθετηθέντες
См. также в других словарях:
υἱοθετηθέντες — υἱοθετέω adopt as a son aor part pass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 υιοθετηθέντες
2 υἱοθετηθέντες
υἱοθετηθέντες — υἱοθετέω adopt as a son aor part pass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)