Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

υψώνω

  • 41 взвести

    взведу, взведёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. взведенный, βρ: -ден, -дена, -дено ρ.σ.μ.
    1. ανεβάζω, ανάγω•

    он взвел меня на гору αυτός με ανέβασε στο βουνό.

    || ανυψώνω, (ανα)σηκώνω•

    взвести курок σηκώνω τον επικρουστήρα•

    взвести очи вверх ανασηκώνω τα μάτια.

    2. ανεγείρω, υψώνω.
    3. αποδίδω, επιρρίπτω•

    взвести обвинение επιρρίπτω κατηγορία.

    ανυψώνομαι, (ανα)σηκώνομαι•

    курок легко взвелся ο επικρουστήρας εύκολα σηκώθηκε.

    Большой русско-греческий словарь > взвести

  • 42 вздёрнуть

    -ну, -нешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -тый, βρ: -ут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. τραβώ, τεντώνω προς τα πάνω, ανατείνω, ανασηκώνω, υψώνω•

    -ли флаг ύψωσαν τη σημαία•

    он высоко -ул голову αυτός ψηλά σήκωσε το κεφάλι.

    2. (απλ.) απαγχονίζω, κρεμώ.
    εκφρ.
    вздёрнуть нос – σηκώνω ψηλά τη μύτη (το παίρνω,επάνω μου, περηφανεύομαι)•
    вздёрнуть плечами – σηκώνω τους ώμους (διστάζω, αμφιβάλλω).
    ανασηκώνομαι, «νυψώνομαι, ανατείνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > вздёрнуть

  • 43 воздеть

    -ену, -енешь, προστκ. -ень ρ.σ. μ: воздеть руки σηκώνω (υψώνω) τα χέρια.

    Большой русско-греческий словарь > воздеть

  • 44 выкинуть

    ρ.σ.μ.
    1. βλ. выкидать.
    2. βγάζω, κινώ προς τα μπρος, προβάλλω.
    (ναυτ.) σηκώνω, υψώνω•

    -ли красный флаг о помощи σήκωσαν κόκκινη σημαία για βοήθεια.

    3. αναδίδω, βγάζω, πετώ, ρίχνω (φύτρα, βλαστούς κ.τ.τ.) εκφύω.
    4. (απλ.) αποβάλλω, κάνω αποβολή, το ρίχνω.
    5. βγάζω για πούλημα•

    выкинуть товар на рынок ρίχνω εμπόρευμα στην αγορά.

    6. χαριεντολογώ, καλαμπουρίζω, αστειολογώ.
    εκφρ.
    выкинуть из головы, из сердца, памяти – βγάζω από το κεφάλι., την καρδιά τη μνήμη (ξεχνώ, λησμονώ).
    (απλ.) ρίχνομαι, πετάγομαι, πηδώ έξω•

    сумашедший -лся из окна ο τρελλός ρίχτηκε από το παραθύρι.

    || ξεπετιέμαι•

    -лся столб дыма ξεπετάχτηκε στήλη καπνού.

    || (απρόσ.) λαχαίνω, πέφτει ο κλήρος, ο λαχνός.

    Большой русско-греческий словарь > выкинуть

  • 45 горе

    ουδ.
    1. στενοχώρια, πίκρα, φαρμάκι• λύπη, θλίψη•

    с -я από στενοχώρια.

    2. δυστυχία, κακοτυχία, ατυχία, κακό•

    нас постигло большое горе μας βρήκε μεγάλο κακό.

    εκφρ.
    с -ем пополам – κουτσά-στραβά, με δυσκολία, μετά βασάνων, κούτσα-κούτσα•
    и -я мало – λίγη είναι η στενοχώρια μου, στενοχώρια που έχω (αδιαφορώ)•
    помочь, пособить -ю – βοηθώ στη δυστυχία•
    хлебнуть, хватить -я – πίνω πολλά φαρμάκια, περνώ πολλές στενοχώριες•
    - мне с тобой – με ποτίζεις φαρμάκια, με καταστενοχωρείς.
    επίρ. παλ.
    άνω, προς τον ουρανό•

    возвести очи горе κοιτάζω προς τον ουρανό•

    воздеть руки горе υψώνω τα χέρια προς τον ουρανό.

    Большой русско-греческий словарь > горе

  • 46 задрать

    -деру, -дерешь, παρλθ. χρ. задрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. задранный, задран, задрана
    ρ.σ.μ.
    1. (ανα)σηκώνω, (αν)υψώνω, (αν)ορθώνω•

    задрать хвост σηκώνω την ουρά•

    задрать голову σηκώνω το κεφάλι•

    задрать ноги σηκώνω τα πόδια.

    || αναδιπλώνω.
    2. γρατσουνίζω, ξεσκαλίζω (δέρμα, φλοιό κ.τ.τ.).
    3. ξεσχίζω, κατασπαράζω•

    волки -ли двух овец οι λύκοι κατασπάραξαν δυο πρόβατα.

    4. μαστιγώνω, βουρδουλίζω, βιτσίζω.
    1. γραχσουνίζομαι, ξεσκαλίζομαι.
    2. ανασηκώνομαι. || αναδιπλώνομαι.
    3. αρχίζω να καβγαδίζω κλπ. ρ. βλ. драться.

    Большой русско-греческий словарь > задрать

  • 47 занести

    -есу, -есешь, παρλθ. χρ. занес
    -ела, -ело, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. занесенный, βρ: -сен, -сена, -сено ρ.σ.μ.
    1. φέρω, προσκομίζω•

    друг -нес мне новую книгу ο φίλος μου έφερε καινούργιο βιβλίο•

    судьба меня -ела сюда η τύχη με έφερε εδώ•

    как вас это -сло сюда τι σας έφερε εδώ• πως κι έτσι εδώ.

    2. βάζω, μεταφέρω μέσα•

    занести вещи в комнату βάζω τα πράγματα στο δωμάτιο.

    3. εγγράφω•

    занести в список εγγράφω στον κατάλογο.

    4. βάζω• σηκώνω, υψώνω•

    занести ногу на стремя βάζω το πόδι στον αναβολέα (της σέλας)•

    занести руку для удара οηκώνω το χέρι για να χτυπήσω.

    || εκτρέπω, ρίχνω, πετώ στην άκρη.
    5. σκεπάζω, καλύπτω (με λεπτά σώματα)•

    занести песком σκεπάζω με άμμο.

    || απρόσ. вся дорога -ело песком όλος ο δρόμος σκεπάστηκε με άμμο•

    каким ветром вас сюда -ело? ποιο καράβι σας έβγαλε εδώ.

    Большой русско-греческий словарь > занести

  • 48 знамя

    -мени, πλθ. знамна
    -мн ουδ.
    1. σημαία, μπαϊράκι, μπαντιέρα, φλάμπουρο, λάβαρο•

    красное знамя κόκκινη σημαία•

    голубоблое, знамя γαλανόλευκη σημαία•

    переходящее знамя η επαμειβόμενη σημαία•

    боевое знамя το φλάμπουρο•

    с развевающимися -нами με ξεδιπλωμένες τις, σημαίες•

    полковое знамя η σημαία του συντάγματος•

    водрузить знамя στήνω τη σημαία•

    поднять знамя восстания υψώνω τη σημαία της εξέγερσης• σηκώνω μπαϊράκι•

    призывать под -на καλώ κάτω από τις σημαίες.

    2. μτφ. καθοδηγητική ιδέα•

    под -ем κάτω-από τη σημαία (υπο την καθοδήγηση).

    εκφρ.
    высоко держать знамя – (κυρλξ. κ. μτφ.) κρατώ ψηλά τη σημαία•
    стать (или встать) под знамя – μιταίνω κάτω από τη σημαία (μετέχω στον αγώνα).

    Большой русско-греческий словарь > знамя

  • 49 квадрат

    α.
    1. τετράγωνο (ισόπλευρο ορθογώνιο). || κάθε αντικείμενο τετράγωνου σχήματος.
    2. (μαθ.) η τέταρτη δύναμη•

    возвести в квадрат υψώνω στο τετράγωνο.

    εκφρ.
    в - – θ πολύ μεγάλος•
    дурак в -е – βλάκας με περικεφαλαία.

    Большой русско-греческий словарь > квадрат

  • 50 куб

    -а, πλθ.α.
    1. κύβος (γεωμ. σώμα).
    2. κυβικό μέτρο•

    куб дров κυβικό (μέτρο) καυσόξυλα.

    εκφρ.
    возвести в куб – υψώνω στον κύβο.
    α. πλθ.
    λέβητας κυλινδρικού σχήματος•

    перегонный куб αποστακτήρας λέβητας.

    Большой русско-греческий словарь > куб

  • 51 нагнать

    -гоню, -гонишь, παρλθ. χρ. нагнал
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нагнать нэт-нанный, βρ: -нан, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. φτάνω, εξισώνομαι.
    2. (για χρόνο) εξοικονομώ, κερ-ζω, ανακτώ•

    шофр -ал пять минут ο σωφέρ αναπλήρωσε τα πέντε λεπτά που έχασε.

    3. συγκεντρώνω, συναθροίζω, μαζεύω•

    на базар -ли много скота στο ζωοπάζαρο έφεραν πολλά ζώα•

    ветер -ал тучи ο άνεμος μάζεψε σύννεφα.

    4. εμπνέω, εμβάλλω• προξενώ•

    нагнать страх εμπνέω φόβο, εμφοβώ•

    нагнать тоску προξενώ θλίψη•

    нагнать сон προκαλώ ύπνο.

    5. (χτυπώντας) βάζω, περνώ•

    обручи на бочку βάζω στεφάνια στο βαρέλι.

    6. αποστάζω, βγάζω με απόσταξη•

    нагнать бочку спирта βγάζω με απόσταξη ένα βαρέλι οινόπνευμα.

    εκφρ.
    нагнать цену – ανεβάζω (υψώνω) την τιμή.

    Большой русско-греческий словарь > нагнать

  • 52 надстроить

    ρ.σ.μ.
    1. υψώνω, σηκώνω χτίζοντας•

    надстроить дом σηκώνω τοι σπίτι.

    2. εποικοδομώ•

    надстроить этаж εποιοδομώ όροφο.

    Большой русско-греческий словарь > надстроить

  • 53 надсыпать

    -плю, -плешь
    ρ.σ.μ.
    1. υψώνω, σηκώνω επιρρίπτοντας•

    надсыпать плотину σηκώνω το φράγμα με επιρρίψεις.

    2. επιρρίπτω•

    надсыпать два кубамтра земли επιρρίπτω δυό κυβικά μέτρα χώμα.

    ρ.δ.
    βλ. надсыпать.
    επιρρίπτομαι.

    Большой русско-греческий словарь > надсыпать

  • 54 наценить

    -еню, -нишь, πα θ. μτχ. παρλθ. χρ. наценённый, βρ: -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ. υπερτιμώ, ανεβάζω, υψώνω την τιμή.

    Большой русско-греческий словарь > наценить

  • 55 недожать

    -жну, -жншь
    ρ.σ.μ.
    μισοθερίζω, δεν αποθερίζω.
    -жму, -жмшь
    ρ.σ.μ.
    δε σηκώνω (υψώνω) ως το τέλος, μισοσηκώνω (για άρση βαρών κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > недожать

  • 56 перл

    α.
    1. μαργαριτάρι.
    2. μτφ. εξαιρετικό φαινόμενο ή έργο αριστούργημα.
    3. τα πιο μικρότερα τυπογραφικά γράμματα (στοιχεία).
    εκφρ.
    возвести в перл создания – (γραπ. λόγος) υψώνω (ανεβάζω) σε αριστούργημα, σε έργο-διαμάντι.

    Большой русско-греческий словарь > перл

  • 57 подсыпать

    ρ.σ.μ.
    1. ρίχνω κάτι κοκκώδες•

    -сахар в компот ρίχνω ζάχαρη στην κομπόστα.

    || ρίχνω συμπληρωματικά• επιρρίπτω σηκώνω, υψώνω, ανεβάζω (επίπεδο, επιφάνεια κ.τ.τ.).
    1. ρίχνομαι αποκάτω.
    2. μτφ. απευθύνομαι με παρακλήσεις, παρακαλώ επίμονα.

    Большой русско-греческий словарь > подсыпать

  • 58 тон

    -а, πλθ. тона κ. тоны α.
    1. (μουσ. κ. φυσ.) τόνος• ήχος• φθόγγος•

    низкий тон χαμηλός τόνος•

    -ие -а υψηλοί τόνοι.

    2. (μουσ.) το μεταξύ δυο φθόγγων κανονικό διάστημα.
    3. βλ. тональность• мажорный тон ο τόνος ματζόρε•

    минорный тон ο τόνος μινόρε.

    4. ο χαρακτήρας, η χροιά ήχου, φωνής•

    чистый тон музыкального инструмента καθαρός ήχος μουσικού οργάνου.

    5. ο τόνος ομιλίας, ύφος λόγου•

    повелительный тон προστακτικός τόνος.

    || στυλ λόγου ή έργου•

    полемический тон πολεμικός τόνος.

    || χαρακτήρας, τρόπος (συμπεριφοράς, ζωής κλπ.).
    6. χρώμα, χρωματισμός• απόχρωση•

    светлые -ы οι φωτεινοί τόνοι των χρωμάτων, τα φωτεινά χρώματα.

    εκφρ.
    в тон – ομοιοχρωμία, ομοχρωμία•
    в тон (говорить сказать) – με φυσικό τόνο (λέγω, μιλώ)•
    под тон – στον ίδιο τόνο (στυλ, πνεύμα)•
    -ом выше (говорить, сказать) – με ανεβασμένο τον τόνο της φωνής (μιλώ, λέγω)•
    -ом ниже (говорить, сказать) – με χαμηλό τόνο (μιλώ, λέγω)•
    задавать тонπαλ. σοβαρεύομαι, παίρνω σοβαρό ύφος• περηφανεύομαι•
    задать (дать) тон – α) μουσ. δίνω τόνο, βάση (για έναρξη τραγουδιού), β) δίνω κατεύθυνση, πορεία: дать тон собранию δίνω τον τόνο στη συνέλευση, γ) δείχνω το παράδειγμα•
    повысить – υψώνω τον τόνο της φωνής•
    сбавить (снизить, понизить) тон – χαμηλώνω τον τόνο της φωνής•
    попасть в тон – λέγω ή πράττω κάτι πετυχημένα, βαρώ στο ψητό.

    Большой русско-греческий словарь > тон

  • 59 флаг

    α.
    σημαία, παντιέρα, το λάβαρο•

    государственный флаг η κρατική σημαία•

    поднимать флаг υψώνω τη σημαία•

    спустить флаг κατεβάζω τη σημαία•

    припустить флаг υποστέλλω τη σημαία•

    выкинуть белый флаг σηκώνω άσπρη σημαία•

    парламентарский флаг σημαία διαπραγματεύσεων•

    бело-голубой греческий флаг η γαλανόλευκη ελληνική σημαία•

    красный флаг κόκκινη σημαία.• зелёный флаг πράσινη σημαία•

    украшать -ами σημαιοστολίζω.

    εκφρ.
    держать (свой) флаг – (για πλοίαρχο) υπηρετώ στο καράβι•
    остаться за -ом – α) μένω,πίσω από το τέρμα (στην ιπποδρομία), β) μτφ. υστερώ, υπολείπομαι (από τους άλλους)•
    под -ом марксизма-ленинизма – κάτω από τη σημαία του μαρξισμού-λενινισμού (με γνώμονα το μαρξισμό-λενινισμό).

    Большой русско-греческий словарь > флаг

  • 60 форсировать

    -рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -ван, -а, -о
    ρ.δ.κ.σ.
    1. επιταχύνω, επισπεύδω• (εν)δυναμώνω.
    2. υψώνω, ανεβάζω, αυξαίνω• ζορίζω.
    3. (στρατ.) εκπορθώ• υπερνικώ• υπερπηδώ τα εμπόδια•

    форсировать реку παίρνω με μάχη το ποτάμι•

    форсировать железнодорожный узел καταλαβαίνω με μάχη το σιδηροδρομικό κόμπο.

    επιταχύνομαι, επισπεύδομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > форсировать

См. также в других словарях:

  • υψώνω — υψώνω, ύψωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • υψώνω — ὑψῶ, όω, ΝΜΑ [ύψος] 1. σηκώνω ψηλά, εγείρω, ανεβάζω 2. μτφ. εξαίρω, εξυμνώ, επαινώ («ὅστις δὲ ὑψώσει ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται», ΚΔ) νεοελλ. 1. φρ. α) «υψώνω φωνή» διαμαρτύρομαι έντονα β) «υψώνω την φωνή» μιλώ πιο δυνατά γ) «υψώνω την σημαία τής… …   Dictionary of Greek

  • υψώνω — ύψωσα, υψώθηκα, υψωμένος 1. σηκώνω κάτι προς τα πάνω, σηκώνω ψηλά: Ύψωσε το χαρταετό. 2. μτφ., ανεβάζω την αξία κάποιου, εξυψώνω, επαινώ, εγκωμιάζω: Όποιος πολύ υψώνεται, γρήγορα ταπεινώνεται (παροιμ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναστηλώνω — (ΜΑ ἀναστηλῶ, όω) [στήλη] νεοελλ. αποκαθιστώ και επαναφέρω στην αρχική του μορφή αρχιτεκτονικό ή άλλο μνημείο 2. μτφ. α) τονώνω, ενδυναμώνω β) ενισχύω ψυχικά, ενθαρρύνω, εμψυχώνω 3. μέσ. αναστηλώνομαι α) αποκαθίσταμαι β) υψώνω το ανάστημά μου,… …   Dictionary of Greek

  • ανταίρω — (AM ἀνταίρω) [αίρω] (μσν. επαναστατώ αρχ. 1. σηκώνω, υψώνω κάτι εναντίον κάποιου 2. υψώνω κάτι (πυρσό ή σημείο) για να δώσω απάντηση 3. ανθίσταμαι 4. (για υψώματα) υψώνομαι παράλληλα ή απέναντι από άλλο ύψωμα …   Dictionary of Greek

  • εξαίρω — (AM ἐξαίρω, Α και ἐξαείρω) [αίρω] υψώνω κάτι ώστε να είναι ορατό, επαινώ («εξαίρει τις αρετές») νεοελλ. 1. τονίζω τη σπουδαιότητα («εξαίρει τη σοβαρότητα τής καταστάσεως») 2. παθ. υψώνομαι σε ανώτερο επίπεδο (ηθικό, συναισθηματικό) αρχ. μσν. 1.… …   Dictionary of Greek

  • επαίρω — και (ε)παίρνω (AM ἐπαίρω, Μ και (ἐ)παίρνω) [αίρω] μέσ. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι («ἐπαιρόμενος ή πλούτῳ ἤ ἰσχύι», Πλάτ.) νεοελλ. ναυτ. η προστ. έπαρον ως παρακελευσματικό μόριο για ύψωση τών μεγάλων ιστίων μσν. νεοελλ. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.)… …   Dictionary of Greek

  • επανασείω — ἐπανασείω (Α) 1. υψώνω και σείω κάτι 2. υψώνω απειλητικά 3. μέσ. απειλώ …   Dictionary of Greek

  • παρεξαίρω — Α 1. σηκώνω, υψώνω κοντά («βακτηρίας... ἅς παρεξαίροντας εἰς τὴν ἐπιφάνειαν... σώζεσθαι», Στράβ.) 2. παθ. παρεξαίρομαι α) υψώνομαι β) επαίρομαι («παρεξαρθέντες οὐκ ἀνθρωπίνως», Σκύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐξαίρω «υψώνω»] …   Dictionary of Greek

  • πετάννυμι — και πεταννύω, ΜΑ 1. απλώνω, ανοίγω, εκτείνω (α. «εἵματα... πέτασαν παρὰ θῑν ἁλός», Ομ. Οδ. β. «ὁ ἄνθρωπος τὰς χεῑρας πετάσας», Πορφ.) 2. θρησκ. υψώνω τα χέρια σε στάση ικεσίας 3. υψώνω το βλέμμα προς τον ουρανό («εἰς τὸν οὐρανὸν πετάσας τὸ ὄμμα… …   Dictionary of Greek

  • σηκώνω — ΝΜ 1. υψώνω, μετακινώ από κάτω προς τα πάνω (α. «είχε πέσει κάτω και τό σήκωσα» β. «σηκώνω τὸ πινάκιν μου καὶ βλέπω τὸ σκουτέλιν», Θ. Πρόδρ.) νεοελλ. 1. καλώ ή αναγκάζω κάποιον καθιστό να αφήσει τη θέση του και να σταθεί όρθιος («τόν σήκωσα από… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»