-
21 повысить
1. (сделать более высоким) ανεβάζω, υψώνω, ανυψώνω 2. (усилить, увеличить) αυξάνω, μεγαλώνω, αναπτύσσω, δυναμώνω 3. (улучшить, усовершенствовать)αναβαθμίζω, βελτιώνω, καλυτερεύω 4. (перевести на более ответственную должность) προάγω, προβιβάζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > повысить
-
22 поднимать
1. (брать, подбирать) σηκώνω, παίρνω 2. (отделяя от чего-л., удерживать на весу) σηκώνω 3. (перемещать куда-л. наверх) ανεβάζω, σηκώνω 4. (побуждать встать, трогаться с места) ξεσηκώνω, εξεγείρω 5. (делать более высоким, громким) υψώνω, ανεβάζω 6. (увеличивать, повышать) ανεβάζω, αυξάνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > поднимать
-
23 степень
1. (в значениях· размах, масштаб, уровень, ступень, категория) о βαθμός- окисления - οξείδωσης, ο αριθμός οξείδωσης2. (произ-ведение нескольких равных сомножителей) η δύναμη 3. (учёное звание) о (επιστημονικός) τίτλος, ο βαθμός 4. грам. о βαθμ/όςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > степень
-
24 флаг
η σημαίαспускать - υποστέλλω τη -, κατεβάζω τη -сигнальный - σημάτων/σηματοδότησηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > флаг
-
25 взвивать
взвиватьнесов ὑψώνω, σηκώνω. -
26 возводить
возводитьнесов1. (строить) ἀνεγείρω, οίκοδομῶ·2. (в сан, в должность) ἀπονέμω τίτλο, προάγω, προβιβάζω·3. мат ὑψώνω· ◊ \возводить обвинение на кого-л. κατηγορώ κάποιον, προσάπτω κα-τηγορία[ν]· \возводить в принцип κάνω κανόνα, ἀνάγω σέ ἀξίωμά \возводить на престол ἐνθρονίζω, βάζω στό θρόνο. -
27 воздевать
воздеватьнесов:\воздевать руки книжн. σηκώνω (или ὑψώνω) τά χέρια μου. -
28 вывешивать
вывешиватьнесов (вешать) ἀναρτώ, κρεμώ, κρεμνώ/ τοιχοκολλώ (приказ, объявление и т. п.):\вывешивать флаг ὑψώνω τή σημαία. -
29 голос
голосм1. ἡ φωνή (тж. муз.), ἡ λαλιά:во весь \голос μεγαλόφωνα· петь вторым \голосом κάνω δεύτερη φωνή·3. (при голосовании) ἡ ψήφος:право решающего (совещательного) \голоса (τό) δικαίωμα θετικής (συμβουλευτικής) ψήφου· избирательный \голос ἡ ἐκλογική ψήφος· большинство́ \голосо́в ἡ πλειο(νο)ψηφία· подать \голос ὑποστηρίζω κάτι· ◊ в один \голос ὁμόφωνα, ὁμοφώνως, μέ μιά φωνή· поднять \голос в защиту кого́-л. ὑψώνω φωνή γιά τήν ὑπεράσπιση κάποιου· \голос совести ἡ φωνή τῆς συνείδησης. -
30 задирать
задиратьнесов разг1. (поднимать кверху) ὑψώνω, σηκώνω, τραβώ / μαζεύω (платье):\задирать голову σηκώνω τό κεφάλι·2. (приставать, дразнить) πειράζω, προκαλώ, κάνω τόν παλληκαρά· ◊\задирать нос σηκώνω τή μύτη ψηλά, τό παίρνω πάνω μου. -
31 знами
знам||ис ἡ σημαία, τό φλάμπουρο, ἡ παντιέρα:Красное \знами ἡ κόκκινη σημαία· полковое \знами ἡ σημαία τοῦ συντάγματος· поднять \знами борьбы ὑψώνω τήν σημαία τής πάλης· под \знамиенем... κάτω ἀπό τή σημαία... -
32 куб
кубм I. мат ὁ κύβος:возводить в \куб ὑψώνω στον κύβο·2. (котел для кипячения) ὁ βραστήρας, ὁ λεβητας [-ης]:перегонный \куб ὁ ἄμβιξ, ὁ ἀποστακτήρας, ὁ λαμπίκος. -
33 надбавлять
надбавлятьнесов αὐξάνω, ἀνεβάζω, ὑψώνω. -
34 плечо
плеч||ос1. ὁ ὠμος:\плечоо́м к \плечоу́ δίπλα-δίπλα, πλαϊ-πλαϊ· пожимать \плечоа́ми σηκώνω (или ὑψώνω) τους ὠμους· правое (левое) \плечо вперед! воен. ἀλλαγή κατευθύνσεως προς τ' ἀριστερά (προς τά δεξιά)!·2. тех. ὁ βραχίων, \плечо коромысла τό ζυγάρν ◊ это ему́ не по \плечоу́ αὐτόδέν εἶναι γιά τά κότσια του· иметь голову на \плечоах ίχω μυαλο, τά ἔχω τετρακόσια· на его \плечоах вся семья συντηρεί ὀλοκληρη τήν οἰκογένεια· с плеч долой λιγωτερος ἔνας μπε-λας· гора́ с плеч свалилась ἀπαλλάχτηκα ἀπό μεγάλο βάρος. -
35 степень
степеи||ьж1. ὁ βαθμός:\степень родства ὁ βαθμός συγγενείας· \степень сжатия тех. ὁ βαθμός τής πιέσεως· до известной (или до некоторой) \степеньи ὡς ἕνα βαθμό· до последней \степеньи ὡς τόν τελευταίο βαθμό· в должной \степеньи ὅσο χρειάζεται, στον βαθμό πού πρέπει· в значительной \степеньи σέ μεγάλο βαθμό· до какой \степеньи? ὡς ποιο σημείο;· ни в какой \степеньи καθόλου, κάθε ἄλλο·2. мат ἡ δύναμις (άριθμοῦ):возводить число́ в третью \степень ὑψώνω ἀριθμό στον κύβο·3. (ученая) ὁ τίτλος, ὁ βαθμός:\степень кандидата нау́к ὁ τίτλος δόκιμου διδάκτορος· \степень доктора нау́к ὁ τίτλος διδάκτορος· присуждать ученую \степень ἀπονέμω ἐπιστημονικό τίτλο·4. грам.:\степеньи сравнения οἱ συγκριτικοί (или οἱ παραθετικοί) βαθμοί· положительная (сравнительная, превосходная) \степень θετικός βαθμός (συγκριτικός, ὑπερθετικός). -
36 флаг
флагм ἡ σημαία, ἡ παντιέρα:поднимать \флаг ὑψώνω τή σημαία· спускать \флаг ὑποστέλλω τή σημαία· приспустить \флаг (в знак траура) ὑποστέλλω τή σημαία μεσίστιο, βάζω μεσίστιο τή σημαία· украшать \флагами σημαιοστολίζω· под \флагом чего́-л. перен μέ τό πρόσχημα, μέ τή μάσκα. -
37 бокал
-а α.κύπελλο, κρασοπότηρο, ποτήρι•поднимать бокал υψώνω το ποτήρι (πίνω στην υγεία).
-
38 брыкать
ρ.δ.κλοτσώ, λακτίζω, πτερνίζω, τσινώ. || σηκώνω, υψώνω με τα πόδια•лошадь -ет пыль το άλογο σηκώνει σκόνη.
αλληλολακτίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
39 вершить
-шу, -шишь ρ.δ. ц.1. λύνω, λύω•трудные вопросы λύνω δύσκολα ζητήματα.
2. διαχειρίζομαι, διευθύνω, ρυθμίζω•вершить судьбами ρυθμίζω τις τύχες.
3. κορυφώνω, υψώνω•вершить стог κορυφώνω, φτιάχνω τήν κορυφή της θημωνιάς•
-дом χτίζω την κορυφή (την τελευταία σειρά) του σπιτιού.
1. διεξάγομαι, γίνομαι, πραγματοποιούμαι•дела -атся и без него οι δουλιές γίνονται και χωρίς αυτόν.
2. κορυφώνομαι, υψώνομαι ως την κορυφή. -
40 взвезти
-взвезу, взвезешь, παρλθ. χρ. взвез, взвезла, -ло, παθ. μτχ. взвезенный ρ.σ.μ.ανεβάζω, υψώνω•лошадь -ет его на гору το άλογο θα τον ανεβάσει στο βουνό.
См. также в других словарях:
υψώνω — υψώνω, ύψωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
υψώνω — ὑψῶ, όω, ΝΜΑ [ύψος] 1. σηκώνω ψηλά, εγείρω, ανεβάζω 2. μτφ. εξαίρω, εξυμνώ, επαινώ («ὅστις δὲ ὑψώσει ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται», ΚΔ) νεοελλ. 1. φρ. α) «υψώνω φωνή» διαμαρτύρομαι έντονα β) «υψώνω την φωνή» μιλώ πιο δυνατά γ) «υψώνω την σημαία τής… … Dictionary of Greek
υψώνω — ύψωσα, υψώθηκα, υψωμένος 1. σηκώνω κάτι προς τα πάνω, σηκώνω ψηλά: Ύψωσε το χαρταετό. 2. μτφ., ανεβάζω την αξία κάποιου, εξυψώνω, επαινώ, εγκωμιάζω: Όποιος πολύ υψώνεται, γρήγορα ταπεινώνεται (παροιμ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναστηλώνω — (ΜΑ ἀναστηλῶ, όω) [στήλη] νεοελλ. αποκαθιστώ και επαναφέρω στην αρχική του μορφή αρχιτεκτονικό ή άλλο μνημείο 2. μτφ. α) τονώνω, ενδυναμώνω β) ενισχύω ψυχικά, ενθαρρύνω, εμψυχώνω 3. μέσ. αναστηλώνομαι α) αποκαθίσταμαι β) υψώνω το ανάστημά μου,… … Dictionary of Greek
ανταίρω — (AM ἀνταίρω) [αίρω] (μσν. επαναστατώ αρχ. 1. σηκώνω, υψώνω κάτι εναντίον κάποιου 2. υψώνω κάτι (πυρσό ή σημείο) για να δώσω απάντηση 3. ανθίσταμαι 4. (για υψώματα) υψώνομαι παράλληλα ή απέναντι από άλλο ύψωμα … Dictionary of Greek
εξαίρω — (AM ἐξαίρω, Α και ἐξαείρω) [αίρω] υψώνω κάτι ώστε να είναι ορατό, επαινώ («εξαίρει τις αρετές») νεοελλ. 1. τονίζω τη σπουδαιότητα («εξαίρει τη σοβαρότητα τής καταστάσεως») 2. παθ. υψώνομαι σε ανώτερο επίπεδο (ηθικό, συναισθηματικό) αρχ. μσν. 1.… … Dictionary of Greek
επαίρω — και (ε)παίρνω (AM ἐπαίρω, Μ και (ἐ)παίρνω) [αίρω] μέσ. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι («ἐπαιρόμενος ή πλούτῳ ἤ ἰσχύι», Πλάτ.) νεοελλ. ναυτ. η προστ. έπαρον ως παρακελευσματικό μόριο για ύψωση τών μεγάλων ιστίων μσν. νεοελλ. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.)… … Dictionary of Greek
επανασείω — ἐπανασείω (Α) 1. υψώνω και σείω κάτι 2. υψώνω απειλητικά 3. μέσ. απειλώ … Dictionary of Greek
παρεξαίρω — Α 1. σηκώνω, υψώνω κοντά («βακτηρίας... ἅς παρεξαίροντας εἰς τὴν ἐπιφάνειαν... σώζεσθαι», Στράβ.) 2. παθ. παρεξαίρομαι α) υψώνομαι β) επαίρομαι («παρεξαρθέντες οὐκ ἀνθρωπίνως», Σκύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐξαίρω «υψώνω»] … Dictionary of Greek
πετάννυμι — και πεταννύω, ΜΑ 1. απλώνω, ανοίγω, εκτείνω (α. «εἵματα... πέτασαν παρὰ θῑν ἁλός», Ομ. Οδ. β. «ὁ ἄνθρωπος τὰς χεῑρας πετάσας», Πορφ.) 2. θρησκ. υψώνω τα χέρια σε στάση ικεσίας 3. υψώνω το βλέμμα προς τον ουρανό («εἰς τὸν οὐρανὸν πετάσας τὸ ὄμμα… … Dictionary of Greek
σηκώνω — ΝΜ 1. υψώνω, μετακινώ από κάτω προς τα πάνω (α. «είχε πέσει κάτω και τό σήκωσα» β. «σηκώνω τὸ πινάκιν μου καὶ βλέπω τὸ σκουτέλιν», Θ. Πρόδρ.) νεοελλ. 1. καλώ ή αναγκάζω κάποιον καθιστό να αφήσει τη θέση του και να σταθεί όρθιος («τόν σήκωσα από… … Dictionary of Greek