-
1 υφίσταμαι
-
2 ὑφίσταμαι
-
3 υφίσταμαι
undergoΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > υφίσταμαι
-
4 ὑπόστασις
A as an act, standing under, supporting,ἡ κεφαλὴ τοῦ μηροῦ καὶ ὁ αὐχὴν τοῦ ἄρθρου.. ὑπὸ συχνῷ μέρει τοῦ ἰσχίου τὴν ὑ. πεποίηται Hp.Art.55
; [τοὺς προσθίους πόδας] ἔχουσιν.. οὐ μόνον ἕνεχ' ὑποστάσεως τοῦ βάρους Arist.PA 659a24
;ἐνεπάγην εἰς ἰλὺν βυθοῦ, καὶ οὐκ ἔστιν ὑ. LXX Ps.68(69).3
.2 resistance,τοῦ κύματος Arist.Mete. 368b12
(unless = settling down); so perh. in Hp.Off.3, Ael.Fr.59.B as a thing,I in liquids, that which settles at the bottom, sediment, Hp.Steril.242, Arist.HA 551b29, Mete. 382b14, Thphr.HP 9.8.3; esp. of sediment in the urine, Hp.Coac. 146, 389, Aph.4.69, al., Gal.6.252, al.; but the urine itself is called ἡ ὑ. ἡ εἰς τὴν κύστιν, Arist. Mete. 358a8;ἡ τῆς ὑγρᾶς τροφῆς ὑ. Id.PA 647b28
; ἐκ τῶν νεφρῶν ἡ γιγνομένη ὑ. ib. 671b20; also of the dry excrement, ἡ τῆς ξηρᾶς τροφῆς ὑ. ib. 647b28, cf. 677a15, Mete. 358b9.b an accumulation of pus, abscess, Hp.Art.40.2 νέφους ὑποστάσεις cloud-cumuli, D.S.1.38.4 metaph. of time, duration,ἡ στιγμιαία τῶν καιρῶν ὑ. Gal.19.187
; μνήσθητι τίς μου ἡ ὑ. remember how short my time is, LXX Ps.88(89).48; ἡ ὑ. μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου mine age is as nothing before thee, ib.38(39).6; ἐφ' ὅσον αὐτοῦ (sc. Ἕκτορος) ἡ ὑ. τῶν χρόνων ὑπῆρχεν as long as his store of years lasted, Vett.Val.347.14.5 coming into existence, origin,ἡ ὑ. μου ἐν τοῖς κατωτάτω τῆς γῆς LXX Ps.138(139).15
;περὶ τοῦ γένους.. τῶν Ἰουδαίων.. ὅτι.. τὴν πρώτην ὑ. ἔσχεν ἰδίαν J.Ap.1.1
; ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑ. καθ' ἑαυτήν has no power of originating by itself, Hermog. Id.1.10.II foundation or substructure of a temple, etc., LXX Na.2.7, D.S.1.66, 13.82; ὑποστάσεις ἐπάλξεων lower part of a crenellated wall, Ph.Bel.84.9; ὑ. ξύλου is f.l. for ὑπότασις ξ. in Hp. Mochl.25.2 metaph. of a narrative, speech, or poem, ground-work, subject-matter, argument, Plb.4.2.1, D.S.1.3, etc.3 plan, purpose, Id.16.32;κατὰ τὴν ἰδίαν ὑ. Id.1.28
, 15.70;πρὸς τὴν ἰδίαν ὑ. Id.1.3
; οἱ Αἰγύπτιοι.. ἰδίᾳ τινὶ ὑ. κεχρημένοι εἰσί (sc. in their calendar) Gem.8.16, cf. 25;κατὰ τὴν Καίσαρος ὑ. BMus.Inscr.892.21
(Halic., i B. C./i A. D.).4 confidence, courage, resolution, steadiness, of soldiers, Plb.4.50.10,6.55.2; hope,ἔστι μοι ὑ. τοῦ γενηθῆναί με ἀνδρί LXX Ru.1.12
; ἀπώλετο ἡ ὑ. αὐτῆς ib.Ez.19.5, cf. Ep.Hebr.3.14;ἡ ὑ. τῆς καυχήσεως 2 Ep.Cor.11.17
, cf. 9.4; ἔστιν δὲ πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις confidence in things hoped for, Ep.Hebr.11.1 (unless substance be the right sense here).5 undertaking, promise,οἱ ὑπογεγραμμένοι γεωργοὶ ἐπέδωκαν ἡμῖν ὑπόστασιν PEleph.15.3
(iii B. C.), cf. PTheb.Bank1.8 (ii B. C.), PTeb.61 (b). 194 (ii B. C.).6 Astrol., τὰ τούτου (sc. κλήρου τύχης) τετράγωνα ὑπόστασις (fort. - στάσεις) [λέγεται] Serapio in Cat.Cod.Astr.8(4).227.III substantial nature, substance, δύσσχιστα, τῷ κολλώδη τὴν ὑ. ἔχειν woods hard to cleave, because of their resinous substance, Thphr.CP5.16.4; ἡ τοῦ γεώδους ὑ. ib.6.7.4.2 substance, actual existence, reality (οἱ νεώτεροι τῶν φιλοσόφων ἀντὶ τῆς οὐσίας τῇ λέξει τῆς ὑ. ἐχρήσαντο Socr. HE3.7
), opp. semblance,φαντασίαν μὲν ἔχειν πλούτου, ὑ. δὲ μή Artem.3.14
; τῶν ἐν ἀέρι φαντασμάτων τὰ μέν ἐστι κατ' ἔμφασιν, τὰ δὲ καθ' ὑπόστασιν (substantial, actual), Arist.Mu. 395a30, cf. Placit.3.6, D.L.7.135, 9.91; so ὑποστάσεις are the substances of which the reflections ([etym.] αἱ κατοπτρικαὶ ἐμφάσεις) appear in the mirror, Placit.4.14.2; ὑ. ἔχειν have substantial existence, Demetr.Lac.Herc.1055.14, S.E. P.2.94, 176, M.Ant.9.42; ἰδίᾳ χρησάμενον ὑποστάσει ( ὑποτάσει cod.), πρὸς ἰδίαν ὑ. φυτευθέντα, a separate existence, Sor.1.96, cf. 33;ὑπόστασιν μὴ ἔχειν Id.2.57
;ὑποστάσεις τε καὶ μεταβολαί M.Ant.9.1
, cf. 10.5; [ἡ παρασιτικὴ] διαφέρει καὶ τῆς ῥητορικῆς καὶ τῆς φιλοσοφίας.. κατὰ τὴν ὑ. (in respect of reality)· ἡ μὲν γὰρ ὑφέστηκεν, αἱ δὲ οὔ Luc. Par.27
;κατ' ἰδίαν ὑ. καὶ οὐσίαν S.E.M.9.338
.3 real nature, essence,χαρακτὴρ τῆς ὑ. Ep.Hebr.1.3
.IV as a Rhet. figure, the full expression or expansion of an idea, Hermog.Id.1.11, Aristid. Rh.1p.479S., Syrian. in Hermog.1.60 R.VI wealth, substance, property, ib.De.11.6, Je.10.17, POxy.1274.15 (iii A. D.), BGU1020.16 (vi A. D.), etc.2 pl., title deeds, documents recording ownership of property, POxy.237 viii 26 (ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόστασις
-
5 ὑποστατός
A set under: as Subst., ὑπόστατον, τό, stand, = ὑποστάτης, IG22.1388.43,11(2).161 B 126 (Delos, iii B. C.), Paus.10.26.9, Demiopr. ap. Poll.10.46.II to be borne or withstood,οὐχ ὑποστατόν E.Supp. 737
;θεὸς.. θνητοῖς οὐδαμῶς ὑ. Id.Fr.177.2
(as Scal. for - της).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποστατός
См. также в других словарях:
υφίσταμαι — ὑφίσταμαι, ΝΜΑ, και ενεργ ὑφίστημι ΜΑ, και ιων. τ. ὑπίστημι Α [ἵστημι/ ἵσταμαι] 1. (στη νεοελλ. μόνον ως μεσοπαθ.) υφίσταμαι α) υποβάλλομαι σε κάτι, δέχομαι μια, συνήθως βλαπτική, ενέργεια, υποφέρω (α. «υφίσταται τις συνέπειες τής κακής… … Dictionary of Greek
υφίσταμαι — υφίσταμαι, (υπέστη υπέστησαν) βλ. πίν. 159 Σημειώσεις: υφίσταμαι : η μτχ. υφιστάμενος απαντάται και ως ουσιαστικό (→ ο κατώτερος στην ιεραρχία, σε σχέση με τον ανώτερο του) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ὑφίσταμαι — ὑφίστημι place pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυθυποβάλλομαι — υφίσταμαι αυθυποβολή*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ (πρβλ. αυτο ) + υποβάλλομαι. Ο τ. αυθυποβάλλεσθαι μαρτυρείται για πρώτη φορά το 1891 από τον Ορέστη Κατσαρά στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
πάσχω — ΝΜΑ και πάσκω, Ν 1. υφίσταμαι την επενέργεια κάποιου, υπόκειμαι σε κάτι, σε αντιδιαστολή προς το ποιώ και το πράττω («πολλὰ μέν... πείσεσθαι, πολλὰ δὲ ποιήσειν», Ηρόδ.) 2. κατέχομαι από ασθένεια, είμαι άρρωστος (α. «χρόνια τώρα πάσχει από το… … Dictionary of Greek
ζυμώνω — (AM ζυμῶ, όω, Μ και ζυμώνω) 1. αναμιγνύω αλεύρι ή άλλο αμυλώδες υλικό με νερό, μαλάσσω το μίγμα για να δημιουργηθεί μάζα πηχτή («ζυμώνω ψωμί») 2. αναμιγνύω οποιαδήποτε ύλη με νερό καθιστώντας την πολτώδη («ζυμώνω γύψο») 3. παρασκευάζω μίγμα με… … Dictionary of Greek
πειράζω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. ενοχλώ (α. «τόν πειράζουν οι φωνές τών παιδιών» β. «θα σέ πείραζε αν άνοιγα το παράθυρο;») 2. (σχετικά με γυναίκα) παρενοχλώ με απρεπείς φράσεις ή τρόπους («πειράζει τις γυναίκες και τα κορίτσια τής γειτονιάς») 3. απευθύνω… … Dictionary of Greek
ηττώμαι — (AM ἡττῶμαι, άομαι, αρχαιότ. αττ. τ. ἡσσῶμαι και ιων. τ. ἑσσοῡμαι) 1. νικιέμαι, υφίσταμαι ήττα σε μάχη, κατατροπώνομαι, τρέπομαι σε φυγή 2. αποδεικνύομαι κατώτερος κάποιου σε αγώνα, έρχομαι δεύτερος, βγαίνω ηττημένος από διαγωνισμό μσν. αρχ.… … Dictionary of Greek
θλίβω — (ΑΜ θλίβω) 1. πιέζω κάτι δυνατά ώστε να ελαττωθεί ο όγκος του, συμπιέζω, σφίγγω, ζουλώ, ζουλίζω 2. στενοχωρώ, προξενώ λύπη, προκαλώ ψυχική πίεση, στενοχώρια («μέ θλίβει η στάση του») 3. (μέσ. και παθ.) θλίβομαι λυπάμαι, αισθάνομαι θλίψη,… … Dictionary of Greek
θορυβώ — (ΑΜ θορυβῶ, έω) 1. προκαλώ θόρυβο, κάνω θόρυβο, προξενώ ταραχή 2. προκαλώ σε κάποιον ταραχή και σύγχυση, ταράσσω κάποιον 3. παθ. θορυβούμαι, έομαι ταράσσομαι, συγχύζομαι, καταπλήσσομαι, ανησυχώ νεοελλ. μτφ. προκαλώ την προσοχή τού κόσμου,… … Dictionary of Greek
κακοπαθώ — και κακοπαθαίνω (AM κακοπαθῶ, έω, Μ και κακοπαθαίνω) [κακοπαθής] (αμτβ.) πάσχω, υποφέρω, υφίσταμαι συμφορές, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι, υποβάλλομαι σε δοκιμασίες («κακοπαθεῑν μὲν πολλάκις, αναπαύσασθαι δὲ μηδέποτε», Λυσ.) νεοελλ. 1. δυστυχώ,… … Dictionary of Greek